Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαμαρίχη

См. также в других словарях:

  • σαβαρίχη — και σαμαρίχη, ἡ, Α βλ. σαβαρίχις …   Dictionary of Greek

  • σαβαρίχις — και σαβαρίχη και σαμαρίχη, ἡ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως αποδεικνύουν τόσο η ποικιλία τών μορφών όσο και η παρουσία τού επιθήματος ιχ ις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»