-
1 трубить
труб||и́тьнесов1. σαλπίζω/ μουγκρίζω (о слоне):\трубитьи́ть в трубу́ σαλπίζω· \трубитьи́ть в рожок σαλπίζω μέ τό κέρας·2. перен (разглашать) разг διασαλπίζω, διαλαλώ, διαδίδω, διατυμπανίζω. -
2 бить
битьнесов1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:\бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):\бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:\бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;5. (убивать скот) σφάζω;6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:\бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;9. (побеждать) νικώ:\бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός. -
3 заря
зар||яж1. ἡ αὐγή, ἡ χαραυγή, τό χάραμα (утренняя)! τό σούρουπο (вечер· няя):на \заряе, с \заряею τήν αὐγή, τά χαράματα· \заря занимается πήρε νά ξημερώνει·2. перен (начало) ἡ ἔναρξη [-ις], ἡ ἀρχή, ἡ (χαρ)αυγή:на \заряе́ новой жи́зии στήν αὐγή τῆς νέας ζωής·3. воен.:играть зорю а) (утреннюю) σαλπίζω ἐγερτήριο, б) (вечернюю) σαλπίζω σιωπητήριο· ◊ ни свет ни \заря πολύ νωρίς, τά ξημερώματα· от \заряй до \заряй ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδι. -
4 отбой
отб||о́йм1. воен. τό σύνθημα ὑποχώρησης, τό ἀνακλητικό / τό σιωπητήριο (в конце дня):бить \отбой σημαίνω, σαλπίζω τό ἀνακλητικό, σαλπίζω παύση·2. (телефонный):давать \отбой διακόπτω τήν σύνδεση· ◊ от него́ нет \отбойою разг δέν βρίσκω ἡσυχία ἀπ' αὐτόν у нас нет \отбойо́ю от предложений πλημμυρίσαμε ἀπό προτάσεις. -
5 оттрубить
-ублю, -убишь ρ.σ.1. σαλπίζω τελειώνω το σάλπισμα•оттрубить збрю σαλπίζω εγερτήριο.
2. μτφ. υπηρετώ, δουλεύω σκληρά και μονότονα. -
6 трубить
-блго, -бишьρ.δ.1. σαλπίζω•трубить трубу σαλπίζω, παίζω (βαρώ) τη σάλπιγγα.
|| ηχώ• σημαίνω•трубы -ят οι σάλπιγγες ηχούν.
2. σημαίνω, δίνω παράγγελμα με τη σάλπιγγα•, трубить сбор σημαίνω προσκλητήριο•трубить тревогу σημαίνω συναγερμό.
3. μτφ. διασαλπίζω, διαλαλαλώ, διατυμπανίζω, διακηρύσσω, διαθρυλώ.4. (απλ.) καταπονούμαι, πελεκιέμαι στη δουλεία.εκφρ.в -ы или во все трубы трубить – βλ. (3 σημ.).(γεωπ.) βγάζω το καλαμικό στέλεχος. -
7 рог
рогм1. τό κέρατο, τό κέρας·2. (музыкальный инструмент) τό κόρνο, τό κέρας:охотничий \рог τό κυνηγετικόν κέρας· трубить в \рог σαλπίζω μέ τό κέρας-◊ наставить рога кому́-л. βάζω κάποιον κέρατα, κερατώνω· согнуть кого-л. в бараний \рог разг κάνω κάποιον ἀρνάκι· брать быка за рога разг πιάνω τόν ταδρο ἀπό τά κέρατα· обломать рога кому-л. δαμάζω κάποιον \рог изобилия τό κέρας τής 'Αμάλθειας· как из рога изобилия σέ μεγάλη ἀφθονία, ποτάμι. -
8 труба
труб||аж1. ὁ σωλήνας/ ὁ καπνοδόχος, ἡ καμινάδα, τό φουγάρο (дымовая)/ ὁ ὑδροσωλήνας, ὁ ὑδραγωγός (водопроводная)) ἡ ὑδρορροἡ, τό λούκι (водосточная):фабричная \труба ἡ καμινάδα (или τό φουγάρο) τοῦ ἐργοστασίου· подзорная \труба τό τηλεσκόπιο[ν]·2. муз. ἡ σάλπιγγα, ἡ σάλπιγξ, ἡ τρουμπέττα:играть на \трубае σαλπίζω·3. анат. ἡ σάλπιγξ:евстахиева \труба ἡ εὐσταχιανή σάλπιγξ· фаллопиева \труба ἡ φαλλόπειος σάλπιγξ· ◊ вылететь в \трубау́ разг χρεωκοπώ, φοιλλιρίζω, παθαίνω φαλλιμέντο. -
9 trumpet
1. noun1) (a brass musical wind instrument with a high, clear tone: He plays the trumpet; He played a tune on his trumpet.) σάλπιγγα, τρομπέτα2) (the cry of an elephant: The elephant gave a loud trumpet.) σάλπισμα ελέφαντα2. verb(to play the trumpet.) σαλπίζω- blow one's own trumpet -
10 трубить
[τρουμπίτ'] ρ. σαλπίζω -
11 трубить
[τρουμπίτ'] ρ σαλπίζω -
12 затрубить
-блю, -бишьρ.σ. αρχίζω να σαλπίζω κλπ. ρ. βλ. трубить. -
13 натрубить
-блю, -бишьρ.σ.1. σαλπίζω πολύ.2. μτφ. διατυμπανίζω, διαλαλώ.εκφρ.- в уши – τρώγω τ αυτιά κάποιου (αξιώνω επίμονα). -
14 отбой
-я α.1. απόκρουση.2. ίσιασμα, Ισίωση ή όξυνση με σφυρηλάτηση.3. χτύπημα γραμμής(με τεντωμένη κλωστή).4. ξεχώρισμα με μέτρηση.5. απόκρουση.6. σάλπισμα ανάκλησης• σιωπητήριο•бить отбой σαλπίζω ανακλητικό, σιωπητήριο ή παύση.
εκφρ.бить отбой – βαρώ υποχώρηση (υπαναχωρώ από θέσεις, απόψεις, υποσχέσεις κ.τ.τ.)• отбою (отбоя) нет δεν ησυχάζω, δε βρίσκω ησυχία -
15 пропеть
ρ.σ.μ.1. τραγουδώ, άδω ψέλνω. || λαλώ•петухи -ли второй раз τα κοκόρια λάλισαν δεύτερη φορά.
|| κελαηδώ•всю весну пропетьел соловой όλη την Ανοιξη κελάηδησε το αηδόνι.
|| σαλπίζω, σημαίνωкавалерийская труба -ла сбор η σάλπιγγα του ιππικού σήμανε συγκέντρωση (προσκλητήριο). || σφυρίζω•пуля -ла над головой η σφαίρα σφύριξε πάνω•
оси ο το κεφάλι.
2. χάνω τη φωνή από το πολύ τραγούδισμα.3. τραγουδώ, κελαηδώ κλπ. ρ. (για ένα χρον. διάστημα).
См. также в других словарях:
σαλπίζω — sound the trumpet pres subj act 1st sg σαλπίζω sound the trumpet pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίζω — σαλπίζω, σάλπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαλπίζω — σάλπισα 1. παίζω τη σάλπιγγα. 2. δίνω παράγγελμα με τη σάλπιγγα: Σαλπίζω εγερτήριο. 3. μτφ., διακηρύσσω κάτι: Σαλπίζω τη νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλπίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σαλπίττω και βοιωτ. τ. σαλπίδδω και στους Ταραντίνους σαλπίσσω Α 1. παίζω την σάλπιγγα, ηχώ με την σάλπιγγα 2. σημαίνω παράγγελμα με την σάλπιγγα (α. «και να σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο», Παλαμ. β. «ἐσάλπισε τὸ...… … Dictionary of Greek
σαλπίγξω — σαλπίζω sound the trumpet aor subj act 1st sg σαλπίζω sound the trumpet aor ind mid 2nd sg (epic ionic) σαλπίζω sound the trumpet fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίζετε — σαλπίζω sound the trumpet pres imperat act 2nd pl σαλπίζω sound the trumpet pres ind act 2nd pl σαλπίζω sound the trumpet imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίζῃ — σαλπίζω sound the trumpet pres subj mp 2nd sg σαλπίζω sound the trumpet pres ind mp 2nd sg σαλπίζω sound the trumpet pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίσει — σαλπίζω sound the trumpet aor subj act 3rd sg (epic) σαλπίζω sound the trumpet fut ind mid 2nd sg σαλπίζω sound the trumpet fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίσουσι — σαλπίζω sound the trumpet aor subj act 3rd pl (epic) σαλπίζω sound the trumpet fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σαλπίζω sound the trumpet fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίσουσιν — σαλπίζω sound the trumpet aor subj act 3rd pl (epic) σαλπίζω sound the trumpet fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σαλπίζω sound the trumpet fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίσω — σαλπίζω sound the trumpet aor subj act 1st sg σαλπίζω sound the trumpet fut ind act 1st sg σαλπίζω sound the trumpet aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)