Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σίνδρων

См. также в других словарях:

  • σίνδρων — mischievous masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίνδρων — ωνος, ὁ, Α πονηρός, ύπουλος, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σινδρός] …   Dictionary of Greek

  • σίνδρωνα — σίνδρων mischievous masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίνδρωνες — σίνδρων mischievous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινδρός — ὁ, Α σιναρός*, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται στη γεν. πληθ. σινδρῶν. Έχει σχηματιστεί < θ. σιν τού σίνομαι «βλάπτω, καταστρέφω» με επίθημα ρός (πρβλ. ξη ρός, χλω ρός) και δυσερμήνευτο πρόσφυμα δ , που, κατά μία άποψη, αναπτύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • σινδρωνεύομαι — Α [σίνδρων] (κατά το λεξ. Σούδα) «σίνομαι τοὺς ἄνδρας» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»