Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σίκῑνις

См. также в других словарях:

  • σίκινις — fem nom sg σίκῑνις , σίκιννις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικινίδων — σίκινις fem gen pl σικῑνίδων , σίκιννις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκιννις — ή σίκινις, ίνιδος, ἡ, και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, σίκκινα, και κατά το λεξ. Σούδα σίκκινον, τὸ, Α είδος όρχησης στο σατυρικό δράμα, κατά την οποία οι Σάτυροι χόρευαν με γοργό ρυθμό, με τη συνοδεία λύρας ή αυλού και κάνοντας πολύ κρότο.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»