-
1 σικινις
-
2 σίκινις
σίκινιςfem nom sgσίκῑνις, σίκιννιςfem nom sg -
3 σικινίδων
σίκινιςfem gen plσικῑνίδων, σίκιννιςfem gen pl -
4 σίκιννις
AΣίκιννιν D.H.7.72
:— Sicinnis, a dance of Satyrs used in the Satyric drama, S.Fr. 772, E. l.c., D.H. l.c., Luc.Salt.22: named from its inventor Sicinnus, Ath.1.20e, cf. Scamon 1; or from Sicinnis, a nymph of Cybele, although originally danced in honour of Sabazios, Arr.Fr.106J.— Also written [full] Σίκιννον, τό, Suid.; [full] Σίκιννα, AB267.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίκιννις
См. также в других словарях:
σίκινις — fem nom sg σίκῑνις , σίκιννις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικινίδων — σίκινις fem gen pl σικῑνίδων , σίκιννις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκιννις — ή σίκινις, ίνιδος, ἡ, και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, σίκκινα, και κατά το λεξ. Σούδα σίκκινον, τὸ, Α είδος όρχησης στο σατυρικό δράμα, κατά την οποία οι Σάτυροι χόρευαν με γοργό ρυθμό, με τη συνοδεία λύρας ή αυλού και κάνοντας πολύ κρότο.… … Dictionary of Greek