-
1 σέλας
σέλας, αος, τό, Licht, Glanz, Strahl, Schimmer; Hom., bes. πυρός, πυρὸς καιομένοιο u. αἰϑομένοιο, Il. öfter, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσϑην ὡςεί τε πυρὸς σέλας, 19, 366; u. einfach, ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡςεὶ σέλας ἐξεφάανϑεν, ib. 17 (vgl. ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας Aesch. Prom. 356, u. Eur. Cycl. 659); μήνης, 19, 374, u. dgl.; σέλας ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 39; oft bei Tragg.: φαιδρὸν ἁλίου σέλας, Aesch. Eum. 886; τὸ παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον, Soph. Phil. 974, vom feuerspeienden Berge; λαμπάδων, Eur. Or. 1573 u. öfter; insbes. der Blitz, δαιόμενον δὲ ἧκε σέλας μετὰ λαὸν ᾿Αχαιῶν, Il. 8, 76; wie σέλας Διός Soph. O. C. 95; σέλας ἐκ τοῠ οὐρανοῠ, Her. 3, 28; auch vom Tageslichte, Soph. Ai. 843; Plat. Crat. 409 b sagt τὸ σέλας καὶ τὸ φῶς ταὐτόν. – Der dat. lautet bei Hom. σέλαϊ, Il. 17, 739, u. σέλᾳ, Od. 21, 246; gen. σέλαος, Hes. Th. 867. Bei att. Dichtern auch plur. σέλᾱ, wie Bass. 5 (IX, 289).
См. также в других словарях:
σέλα — σέλᾱ , σέλας light neut nom/voc/acc pl σέλᾱ , σέλας light neut nom/voc/acc dual σέλᾱ , σελάω shine pres imperat act 2nd sg σέλᾱ , σελάω shine imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλα — η / σέλλα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σέλλα Ν ειδικό κάθισμα για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην ράχη τού υποζυγίου και, ιδίως, τού αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην σέλλα σάζουν το κορμί, στην χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. το… … Dictionary of Greek
σέλα — η (λ. λατ.) 1. ειδικό κάθισμα για τον ιππέα πάνω στη ράχη του αλόγου. 2. κάθισμα ποδηλάτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελᾶ — σελάω shine pres subj act 1st sg (doric aeolic) σελάω shine pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλᾳ — σέλαϊ , σέλας light neut dat sg σέλαι , σέλας light neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάσει — σελά̱σει , σελάω shine aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) σελά̱σει , σελάω shine fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) σελά̱σει , σελάω shine fut ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαναία — σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc/acc dual (doric) σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαναίας — σελᾱναίᾱς , σεληναίη fem acc pl (doric) σελᾱναίᾱς , σεληναίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάνα — σελά̱νᾱ , σελήνη the moon fem nom/voc/acc dual (doric) σελά̱νᾱ , σελήνη the moon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάνας — σελά̱νᾱς , σελήνη the moon fem acc pl (doric) σελά̱νᾱς , σελήνη the moon fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλαν — σέλᾱν , σελάω shine imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σέλᾱν , σελάω shine imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)