-
1 σελα
-
2 σέλα
η см. σέλλα -
3 σέλα
[сэлла] ουσ θ седло. -
4 Γάιδαρος με σέλα και τσομπάνος με ομπρέλα
• Как корове седло• Как зайцу стоп-кранИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γάιδαρος με σέλα και τσομπάνος με ομπρέλα
-
5 σελας
τό (в прозе только nom. и acc. sing., Hom. и Hes. тж. gen. σέλαος и dat. σέλαϊ - стяж. σέλᾳ, Anth. pl. σέλᾱ - gen. σελάων)1) свет, сияние(μήνης Hom.; ἡλίου Aesch.; ἡμέρας Soph.)
2) пламя, огонь3) блеск, сверкание(ἐξ ὀμμάτων Aesch.; ὀφθαλμοῦ Eur.)
4) молния(σ. Διός Soph.)
5) факелσ. ἐν χείρεσσιν ἔχειν HH. — держать в руках факел
-
6 σελαενονεοαεια
ἥ вечно старое и вечно новое светило (вымышленное слово, от которого якобы происходит слово σελήνη) Plat., Γςατωμ. 409 β
См. также в других словарях:
σέλα — σέλᾱ , σέλας light neut nom/voc/acc pl σέλᾱ , σέλας light neut nom/voc/acc dual σέλᾱ , σελάω shine pres imperat act 2nd sg σέλᾱ , σελάω shine imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλα — η / σέλλα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σέλλα Ν ειδικό κάθισμα για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην ράχη τού υποζυγίου και, ιδίως, τού αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην σέλλα σάζουν το κορμί, στην χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. το… … Dictionary of Greek
σέλα — η (λ. λατ.) 1. ειδικό κάθισμα για τον ιππέα πάνω στη ράχη του αλόγου. 2. κάθισμα ποδηλάτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελᾶ — σελάω shine pres subj act 1st sg (doric aeolic) σελάω shine pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλᾳ — σέλαϊ , σέλας light neut dat sg σέλαι , σέλας light neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάσει — σελά̱σει , σελάω shine aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) σελά̱σει , σελάω shine fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) σελά̱σει , σελάω shine fut ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαναία — σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc/acc dual (doric) σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαναίας — σελᾱναίᾱς , σεληναίη fem acc pl (doric) σελᾱναίᾱς , σεληναίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάνα — σελά̱νᾱ , σελήνη the moon fem nom/voc/acc dual (doric) σελά̱νᾱ , σελήνη the moon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάνας — σελά̱νᾱς , σελήνη the moon fem acc pl (doric) σελά̱νᾱς , σελήνη the moon fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλαν — σέλᾱν , σελάω shine imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σέλᾱν , σελάω shine imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)