-
1 σεβασις
-
2 σέβασις
σέβασις, ἡ, Scheu, Verehrung, Bewunderung, Plut. adv. Col. 17, öfter.
-
3 σέβασις
σέβασις, ἡ, Scheu, Verehrung, Bewunderung -
4 σέβασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέβασις
-
5 σεβάσεις
σέβασιςreverence: fem nom /voc pl (attic epic)σέβασιςreverence: fem nom /acc pl (attic) -
6 σεβασμός
-
7 σεβάσμιος
-
8 σεβάσεως
σεβάσεω̆ς, σέβασιςreverence: fem gen sg (attic) -
9 σέβασμα
II = σέβασις, D.H.5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέβασμα
-
10 Σεβασμός
Σεβασμ-ός, ὁ,A = σέβασις, OGI383.80 (Commagene, i B.C.), cf. D.S.1.83; σεβασμὸν ἀποδοῦναι Aristeas 179; τὸν περὶ τῶν θεῶν ς. Placit.1.6.9, cf. SIG867.36 (ii A.D.);περὶ τοὺς βασιλέας Str. 11.13.9
;σ. τοῦ σοφοῦ Epicur.Sent.Vat.32
;τὸν σ. τοῦ λόγου M.Ant. 4.16
; ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή of majesty, D.H.6.81: pl., Orph.H.17.8 bis, D.H.2.75.2 ritual, Gal.12.173.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σεβασμός
См. также в других словарях:
σέβασις — άσεως, ἡ, Α [σεβάζομαι] 1. σεβασμός, σέβας 2. λατρεία, θαυμασμός … Dictionary of Greek
σεβάσεις — σέβασις reverence fem nom/voc pl (attic epic) σέβασις reverence fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέβασμα — το, ΝΑ [σεβάζομαι] νεοελλ. στον πληθ. τα σεβάσματα τα σέβη («τα σεβάσματά μου στους γονείς σου») αρχ. 1. η σέβασις* 2. αντικείμενο σεβασμού και θαυμασμού … Dictionary of Greek
σεβάσεως — σεβάσεω̆ς , σέβασις reverence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)