Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ρωσικά

  • 1 ρωσικά

    [росика] επίρ. по русски

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρωσικά

  • 2 ρωσικά

    [росика] επίρ по русски.

    Эллино-русский словарь > ρωσικά

  • 3 по-русски

    по-русски ρωσικά (на русском языке); Вы говорите \по-русски? μιλάτε ρωσικά;
    * * *

    Вы говори́те по-ру́сски? — μιλάτε ρωσικά

    Русско-греческий словарь > по-русски

  • 4 знать

    знать ξέρω, γνωρίζω дать \знать γνωστοποιώ, ειδοποιώ я знаю, что... ξέρω ότι... знаете ли вы русский (греческий) язык? ξέρετε ρωσικά (ελληνικά); я его не знаю δεν τον ξέρω мы знаем друг друга γνωριζόμαστε
    * * *
    ξέρω, γνωρίζω

    дать знать — γνωστοποιώ, ειδοποιώ

    я зна́ю, что... — ξέρω ότι…

    зна́ете ли вы ру́сский (гре́ческий) язы́к? — ξέρετε ρωσικά (ελληνικά)

    я его́ не зна́ю — δεν τον ξέρω

    мы зна́ем друг дру́га — γνωριζόμαστε

    Русско-греческий словарь > знать

  • 5 русский

    русский 1. ρωσικός, ρούσικος; \русский язык η ρωσική γλώσσα, τα ρωσικά 2. м о Ρώσος
    * * *
    1.
    ρωσικός, ρούσικος

    ру́сский язы́к — η ρωσική γλώσσα, τα ρωσικά

    2. м
    ο Ρώσος

    Русско-греческий словарь > русский

  • 6 по-русски

    по-русски
    нареч ρωσικά, ρωσιστί, στά ρούσικα:
    говорить (πΗθέΏ>) \по-русски ὁμιλώ (γράφω) ρωσικά.

    Русско-новогреческий словарь > по-русски

  • 7 по-русски

    επίρ.
    ρωσικά•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    Большой русско-греческий словарь > по-русски

  • 8 язык

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > язык

  • 9 говорить

    говор||и́ть
    несов
    1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:
    \говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·
    2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:
    \говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·
    3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·
    4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:
    это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!.

    Русско-новогреческий словарь > говорить

  • 10 по-

    по-
    приставка μέ τρόπο...:
    по-боль-шеви́стски μέ μπολσεβίκικο τρόπό πο-женски μέ γυναικείο τρόπο· жить по-сво́ему ζώ ὀπως μοῦ ἀρέσει· по-бра́тски ἀδελφικἄ по-гречески ἐλληνικά, ἐλληνιστί· по-ру́сски ρωσικά, ρούσικα, ρωσ-σιστί.

    Русско-новогреческий словарь > по-

  • 11 акцент

    α.
    1. ο τόνος της λέξης. || το σημείο του τονισμού, ο τόνος.
    2. προφορά ιδιάζουσα, γλωσσική απόχρωση•

    говорить по-русски с греческим -ом μιλώ ρωσικά με ελληνική προφορά.

    εκφρ.
    делать акцент на чем – τονίζω, υπογραμμίζω κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > акцент

  • 12 болтать

    ρ.δ.
    1. μ. ανακατώνω, -εύω, κουνώ•

    болтать лекарство ανακατεύω το φάρμακο (κουνώντας το).

    2. αιωρώ, ταλαντεύω, κουνώ στον αέρα•

    -ногами αιωρώ τα πόδια.

    1. ανακατεύομαι.
    2. αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, κουνιέμαι στον αέρα.
    3. περιφέρομαι άσκοπα.
    ρ.δ.
    1. φλυαρώ, πολυλογώ, αεροκοπανίζω•

    болтать вздор λέγω ένα σωρό ανοησίες•

    без умолку φλυαρώ ασίγαστα (ακατάπαυστα).

    2. (για ξένη γλώσσα) μιλώ ελεύθερα•

    болтать по-русски μιλώ ελεύθερα τα ρωσικά.

    εκφρ.
    болтать языком – γλωσσοκοπανώ, γλωσσαλγώ, με πιάνει, γλωσσοδιάρροια.

    Большой русско-греческий словарь > болтать

  • 13 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 14 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 15 ломаный

    επ.
    1. σκασμένος, θραυσμένος, τσακισμένος•

    -ое кресло σπασμένη πολυθρόνα.

    2. (για ομιλία, γλώσσα) διαστρεβλωμένος, παραμορφωμένος• σόλοικος•

    говорить на -ом русском языке κακομιλώ (σκοτώνω) τα ρωσικά.

    3. τεθλασμένος•

    -ая линия τεθλασμένη γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > ломаный

  • 16 нерусский

    επ.
    μη ρωσικός•

    учебник для -их школ εγχειρίδιο για μη ρωσικά σχολεία•

    че-ловк -ого происхождения άνθρωπος μη ρωσικής καταγωγής.

    Большой русско-греческий словарь > нерусский

  • 17 октябрь

    я α.
    1. Οχτώβρης (μήνας).
    2. (με κεφαλαίο στα ρωσικά σημαίνει τον επαναστατικό Οχτώβρη)•

    годовщина октября η επέτειος του Οχτώβρη.

    Большой русско-греческий словарь > октябрь

  • 18 перевести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл
    -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•

    перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•

    перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.

    || οδηγώ, περνώ•

    перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.

    2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.
    3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•

    перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    4. μεταβιβάζω•

    перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.

    5. στέλλω, αποστέλλω•

    перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.

    6. μεταφράζω•

    перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.

    || (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.
    7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•

    перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.

    8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•

    перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.

    || σπαταλώ σκορπίζω.
    εκφρ.
    перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).
    1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•

    перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.
    3. αποτυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевести

  • 19 перевод

    α.
    1. μετακίνηση, μεταφορά• μετατόπιση.
    2. μετάθεση•

    перевод по службе μετάθεση υπηρεσιακή.

    4. προαγωγή, προβίβαση•

    перевод в пятый класс προαγωγή στην πέμπτη τάξη.

    5. μετάφραση•

    перевод с греческого языка на русский μετάφραση από τα ελληνικά στα ρωσικά.

    6. αποστολή χρημάτων (μέσω οργανισμών).
    7. σπατάλη.
    8. το κλειδί της σιδηρ. γραμμής.
    εκφρ.
    нет -у ή – πάντοτε κάτι θα υπάρχει (δεν εξαντλείται εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > перевод

  • 20 прочий

    επ. (στα ρωσικά• αόριστη αντων. κ. επ. στα ελληνικά)• άλλος• λοιπός• υπόλοιπος ; помимо всего -его εκτός απ όλα τ άλλα.
    ουσ. -ее το άλλο, το υπόλοιπο, το λοιπόν.
    ουσ. πλθ. -ие (για ανθρώπους) οι άλλοι.
    εκφρ.
    и прочее ή пр. ή проч. κ. παλ. и -ая – και λοιπά (κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > прочий

См. также в других словарях:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Κουλίκοβο — Πεδιάδα στη νότια Ρωσία, που περικλείεται από τους ποταμούς Ντον, Νεπράτσα και Κρασίβαγια Μετσά. Μάχη του Κ. Μάχη που διεξήχθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1830 μεταξύ των ρωσικών στρατευμάτων, που τελούσαν υπό τις διαταγές του πρίγκιπα του Βλαντιμίρ και… …   Dictionary of Greek

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • Άνσκι, Σλόιμ — (Schloime Ansky, 1863 – 1920). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πολωνού δραματουργού εβραϊκής καταγωγής Σόλομον Σάνγουιλ Ράποπορτ (Solomon Seinwill Rapoport). Έγραψε στα ρωσικά και στην εβραϊκή διάλεκτο γίντις. Το έργο στο οποίο οφείλει κυρίως τη φήμη… …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… …   Dictionary of Greek

  • Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… …   Dictionary of Greek

  • Μαλάμος — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, από το Σούλι. 1. Γεώργιος. Γιος του Κολέτσου (3.). Υπηρέτησε στα ρωσικά και στα γαλλικά τάγματα της Επτανήσου. Πολέμησε στη δυτική Ελλάδα και, μετά την απελευθέρωση, κατατάχτηκε στους λοχαγούς της Φάλαγγας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»