Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ρήτορας

  • 1 ρήτορας

    [риторас] ουσ. а. оратор.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρήτορας

  • 2 оратор

    оратор м о ρήτορας, ο ομιλητής
    * * *
    м
    ο ρήτορας, ο ομιλητής

    Русско-греческий словарь > оратор

  • 3 оратор

    ο ρήτορας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оратор

  • 4 великолепиеный

    великолепие||ный
    прил
    1. (пышный) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, πολυτελής·
    2. (очень хороший) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος, θαυμάσιος:
    \великолепиеныйная книга θαυμάσιο βιβλίο· \великолепиеныйный оратор ὁ δεινός ρήτορας.

    Русско-новогреческий словарь > великолепиеный

  • 5 оратор

    оратор
    м ὁ ρήτορας [-ωρ], ὁ ἀγορητής, ὁ ὁμιλητής.

    Русско-новогреческий словарь > оратор

  • 6 оратор

    [αράταρ] ουσ. α ρήτορας, ομιλητής

    Русско-греческий новый словарь > оратор

  • 7 оратор

    [αράταρ] ουσ α ρήτορας, ομιλητής

    Русско-эллинский словарь > оратор

  • 8 блестящий

    επ., βρ: -тящ, -а, -е
    λαμπρός, σπινθηροβόλος•

    -ие глаза σπινθηροβόλα μάτια.

    || μτφ. πολυτελής•

    блестящий наряд λαμπρή στολή.

    || εξαιρετικός, έξοχος, υπέροχος•

    блестящий оратор υπέροχος ρήτορας•

    блестящий успех λαμπρή επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > блестящий

  • 9 вития

    -и, γεν. πλθ. -ий α.
    παλ. ρήτορας.

    Большой русско-греческий словарь > вития

  • 10 выдохнуть

    ρ.σ.μ. εκπνέω, εκφυσώ.
    1. ξεθυμαίνω, ξανοσταίνω, αδυνατίζω•

    откупоренный чай -лся το ξεκούπωτο τσάι ξεθύμανε.

    2. μτφ. εξασθενίζω, εξαντλιέμαι, αδυνατίζω’ талант -лся το ταλέντο ξέπεσε, έχασε την αίγλη•

    к концу речи оратор стал выдохнуть προς το τέλος του λόγου ο ρήτορας άρχισε να κουράζεται.

    || στειρεύω, γίνομαι άγονος, άκαρπος.

    Большой русско-греческий словарь > выдохнуть

  • 11 знаменитый

    επ., βρ: -нит, -а, -о.
    1. διάσημος, ξακουστός, περιφανής• διακεκριμένος•

    знаменитый учный διακεκριμένος επιστήμονας•

    знаменитый оратор ξακουστός ρήτορας.

    2. έξοχος, υπέροχος.

    Большой русско-греческий словарь > знаменитый

  • 12 исторгнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. исторг, -ла, -ло ρ.σ.μ. παλ.
    1. βγάζω, πετώ•

    вулкан исторг лаву το υφαίστειο έβγαλε λάβα.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω.
    2. βγάζω τραβώντας, αποσπώ.
    3. μτφ. προκαλώ• επιδρώ•

    оратор исторг слёзы у слушателей ο ρήτορας έκανε τους ακροατές να δακρύσουν.

    4. απαλλάσσω, απολυτρώνω, απελευθερώνω.
    παλ. βγαίνω, ξεφεύγω, αποσπώμαι.

    Большой русско-греческий словарь > исторгнуть

  • 13 митинговый

    επ.
    επ.
    του συλλαλητηρίου•

    митинговый оратор ο ρήτορας του συλλαλητηρίου.

    Большой русско-греческий словарь > митинговый

  • 14 обрисовать

    -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрисованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ, σχεδιογραφώ.
    2. μτφ. περιγράφω, χαρακτηρίζω•

    оратор -ал современное международное положение ο ρήτορας περιέγραψε τη σημερινή διεθνή κατάσταση.

    1. διαγράφομαι, διαφαίνομαι, -διακρίνομαι.
    2. μτφ. γίνομαι εμφανής, ευδιάκριτος, σαφής, καταφανής, καλοφαίνομαι• εκδηλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обрисовать

  • 15 оратор

    α.
    ρήτορας, αγορητής.

    Большой русско-греческий словарь > оратор

  • 16 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 17 ритор

    α. παλ.
    ρήτορας. || παλ. μαθητής ρητορικής σχολής.

    Большой русско-греческий словарь > ритор

См. также в других словарях:

  • ρήτορας — ο 1. αυτός που έχει το χάρισμα να μιλά καλά: Όλοι έλεγαν πως ο δικηγόρος αυτός ήταν σπουδαίος ρήτορας. 2. αυτός που μιλά σε δημόσιο χώρο: Ο ρήτορας μίλησε στην πλατεία της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρήτορας — ο / ῥήτωρ, ορος, ΝΜΑ, θηλ. ρήτωρ, Ν 1. αυτός που αγορεύει δημόσια 2. αυτός που αγορεύει με ευφράδεια, με ευγλωττία 3. στον πληθ. οι ρήτορες οι πολιτευτές που αγόρευαν στην εκκλησία τού δήμου κατά την αρχαιότητα 4. φρ. «οι δέκα ρήτορες» οι δέκα… …   Dictionary of Greek

  • ῥήτορας — ῥήτωρ public speaker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτάμων — Ρήτορας από τη Λέσβο, γιος του φιλόσοφου Λεσβώνακτα, που γεννήθηκε στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. Xρημάτισε δάσκαλος του νεαρού Τιβέριου, όταν αυτός πήγε με πρεσβεία στη Ρώμη. Γύρισε, μετά από το 15 μ.Χ., στην πατρίδα του όπου και πέθανε. Του… …   Dictionary of Greek

  • Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… …   Dictionary of Greek

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»