См. также в других словарях:
πυρικός — ή, όν, Α [πυρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι ή αυτός που αποτελείται από σιτάρι («πυρικὸς φόρος», πάπ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυρικά τα σιτηρά … Dictionary of Greek
πυρικός — ή, όν, Α [πυρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι ή αυτός που αποτελείται από σιτάρι («πυρικὸς φόρος», πάπ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυρικά τα σιτηρά … Dictionary of Greek