-
1 πῡθιο-νίκης
πῡθιο-νίκης, ὁ, der Sieger in den pythischen Spielen; Her. 8, 47; Pind. P. 9, 1; Plut. Sol. 11.
-
2 Πυθιονίκης
A conqueror in the Pythian games, Pi.P.9.1, Hdt.8.47, PLond.3.1178.67 (ii A.D.), Hld.5.19:—fem. [suff] Πῡθιο-νίκη, ἡ, pr.n. of a ἑταίρα, afterwards deified as Π. Ἀφροδίτη, Python 1.8, Antiph.26.20, Timocl.17, Philem.16, Theopomp.Hist.244, 245, Paus.1.37.2; called [full] Πυθονίκη in D.S.17.108, Plu.Phoc.22 (so, of another woman, IG3.3823).II Πυθιονίκη = Pythian victory, Hld.5.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πυθιονίκης
-
3 πῡθιονίκης
πῡθιο-νίκης, ὁ, der Sieger in den pythischen Spielen -
4 Πυθιονικης
См. также в других словарях:
Ισθμιονίκης — Ἰσθμιονίκης και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α) 1. ο νικητής στους Ισθμιακούς αγώνες, στα Ίσθμια 2. στον πληθ. Ἰσθμιονῑκαι και Ἰσθμιόνικοι τίτλος ενός βιβλίου τών ωδών τού Πινδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο νίκης, Πυθιο νίκης] … Dictionary of Greek
καρνεονίκης — και δωρ. τ. καρνεονίκας, ὁ (Α) 1. επιγρ. νικητής στα Κάρνεια, στους Καρνείους αγώνες 2. στον πληθ. Καρνεονῑκαι τίτλος έργου τού Ελλανίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνεια, ονομ. εορτής (βλ. κάρνειος) + νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο νίκης πυθιο νίκης] … Dictionary of Greek
ολυμπιονίκης — ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας) (ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῡ μακαριστοῡ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», Πλάτ. β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκης (< νίκη), πρβλ … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek