-
121 πυριθαλπής
πῠρι-θαλπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριθαλπής
-
122 πυρίθυμος
πῠρί-θῡμος, ον,A fiery-spirited, PMag.Par.1.592.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίθυμος
-
123 πυρικαής
Aπυρετός Gal. 16.709
. [[pron. full] ᾱ metri gr. in APl.c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρικαής
-
124 πυρίκαοι
πῠρί-καοι, οἱ,A fire-burners, of the Delphians, Orac. ap. Plu.2.406e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίκαοι
-
125 πυρικαύτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρικαύτωρ
-
126 πυρικλόνος
πῠρι-κλόνος, ον,A fire-thronging, PMag.Par.1.597.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρικλόνος
-
127 πυρικλοπία
A v. πυροκλοπία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρικλοπία
-
128 πυρίκμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίκμητος
См. также в других словарях:
πυρί — πῦρ fire neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περικοπτέον πυρὶ καὶ σιδήρῳ. — περικοπτέον πυρὶ καὶ σιδήρῳ. См. Огнем и мечем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρυσὸς μὲν οιδεν ἐξελείχεσθαι δοκιμάζεσθαι πυρί. — См. Золото огнем искушается, а человек напастьми … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πυρίτας — πυρί̱τᾱς , πυρίτης of masc acc pl πυρί̱τᾱς , πυρίτης of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ' — πυρί , πῦρ fire neut dat sg πυρά , πυρά watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) πυραί , πυρή funeral pyre fem nom/voc pl (ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριτῶν — πυρῑτῶν , πυρίτης of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίται — πυρί̱τᾱͅ , πυρίτης of masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίταις — πυρί̱ταις , πυρίτης of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίτην — πυρί̱την , πυρίτης of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίτης — πυρί̱της , πυρίτης of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίτιδα — πυρί̱τιδα , πυρῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)