-
1 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
См. также в других словарях:
πυρί — πῦρ fire neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περικοπτέον πυρὶ καὶ σιδήρῳ. — περικοπτέον πυρὶ καὶ σιδήρῳ. См. Огнем и мечем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρυσὸς μὲν οιδεν ἐξελείχεσθαι δοκιμάζεσθαι πυρί. — См. Золото огнем искушается, а человек напастьми … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πυρίτας — πυρί̱τᾱς , πυρίτης of masc acc pl πυρί̱τᾱς , πυρίτης of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ' — πυρί , πῦρ fire neut dat sg πυρά , πυρά watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) πυραί , πυρή funeral pyre fem nom/voc pl (ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριτῶν — πυρῑτῶν , πυρίτης of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίται — πυρί̱τᾱͅ , πυρίτης of masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίταις — πυρί̱ταις , πυρίτης of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίτην — πυρί̱την , πυρίτης of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίτης — πυρί̱της , πυρίτης of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίτιδα — πυρί̱τιδα , πυρῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)