-
1 πυκινον
-
2 ανακλινω
эп. тж. ἀγκλίνω (ῑ)1) прислонять, пригибать, приставлять(τινὰ ποτὴ ἑρκίον αὐλῆς Hom.)
ἀ. ἑαυτὸν ἐπὴ τὸ ἐναντίον Arst. — наклоняться против ветра2) pass. ложиться Polyb., NT.ἀνακλινθεὴς πέσεν ὕπτιος Hom. — он повалился навзничь;
ἀνακλίνεσθαι ἐπὴ τὰ εὐώνυμα Arst. — ложиться на левый бок3) отворять(θύρην Hom., Her.)
4) отодвигать(πυκινὸν νέφος Hom.)
5) устремлять вверх, поднимать(τέν τῆς ψυχῆς αὐγήν Plat.)
-
3 εζω
1) сажать, усаживать(τινὰ ἐν κλισμοῖσι, ἐπὴ θρόνου или κατὰ θρόνους Hom. и ἐς θρόνον Hom., Her.)
2) помещать(ἐν Ἀθήνης νηῷ Hom.)
; ставить(τινὰ λόχον Hom.)
; устраивать(πυκινὸν λόχον Hom.)
; селить(Φαίακας ἐν Σχερίῃ Hom.)
3) (fut. εἵσομαι, aor. εἱσάμην) воздвигать, строить(ἕσσαι πόλιν Pind.; ἱρὸν εἱσάμενος Her.; ἱερὰ ἑσσάμενοι Thuc.)
4) med. (impf. ἑζόμην, aor. pass. ἥσθην) садиться(εἰνὴ θρόνῳ, ἐπὴ δίφρῳ и κατὰ κλισμούς Hom.; ἐπὴ βάθρον Soph.; ἀμφὴ κλάδοις Eur.)
εἰρεσίας ζυγὸν {. Soph. — садиться на весла;{. τὸ μαντεῖον Aesch. — сидеть в прорицалище, т.е. быть жрицей;ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε Her. — уходите прочь от нас5) med. приседать, наклоняться(Ἕκτωρ ἕζετο Hom.)
; опускаться
См. также в других словарях:
πυκινόν — πυκινός masc acc sg πυκινός neut nom/voc/acc sg πυκνός close masc acc sg (epic) πυκνός close neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática … Wikipedia Español
έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… … Dictionary of Greek
επινεύω — (AM ἐπινεύω) [νεύω] 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.) 2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.) αρχ. 1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς… … Dictionary of Greek