Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πῑότερος

См. также в других словарях:

  • πιότερος — και πλιότερος, η, ο, Ν περισσότερος. επίρρ... πιότερο Ν (συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)] …   Dictionary of Greek

  • πιότερος — η, ο περισσότερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιότερος — πῑότερος , πῖος masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλιότερος — η, ο, Ν βλ. πιότερος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»