-
1 πιοτερος
-
2 πιότερος
πῑότερος, πῖοςmasc nom comp sg -
3 πίων
πίων, πῖον, fett, feist, wohlgenährt, wohlbeleibt; bes. von Thieren; Hom. νῶτον πίονος αἰγός, Il. 9, 207; δημός, 22, 501 Od. 14, 428; auch μῆλα πίονα δημῷ, 9, 464, wie βοῦν μέγαν καὶ πίονα δημῷ, Il. 23, 750; ἔγκατα πίονα δημῷ, Hes. Th. 538; – vom Boden, fett, fruchtbar, ergiebig; ἀγρός, Il. 23, 832; πίονα ἔργα, 12, 283 u. öfter; πεδίον, 9, 577; u. öfter ἐν πίονι δήμῳ, z. B. 16, 437; – auch reich, begütert, wohlversehen, οἶκος, Od. 9, 35, νηός, Il. 2, 549; ἄδυτον, Her. u. Folgde; σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς, Aesch. Ag. 794; ποτός, Soph. Trach. 700, vielleicht von reinem Weine; Ar., u. in Prosa, bes. von Arist. an; Plat. vrbdt πλουσίοιν καὶ πιόνοιν, Rep. IV, 422 c; πίονι μέτρῳ, in reichlichem Maaße, Theocr. 7, 34; a. Sp. – Compar. u. superl. πῑότερος, πῑότατος, Il. 9, 577 h. Apoll. 48 Hes. O. 587; Ζέφυρος πιότατος, Bacchyl. 20 (VI, 53).
-
4 πίων
A fat, in Hom. of beasts,πίονος αἰγός Il.9.207
;ὗν.. μάλα πίονα Od.14.419
;π. μῆλα Il.12.319
, etc.;μῆλα πίονα δημῷ Od.9.464
;βοῦν πίονα δημῷ Il.23.750
, cf. 2.403;πίονα μηρία καῖε βοός 11.773
; νῶτα βοὸς π. Od.4.65; π. δημός rich fat, Il.22.501; ἔγκατα πίονι (fort. πίονα) ; of oil, Hdt.2.94;λύχνου π. ἔαρ Call.Fr. 201
;ὀπώρας ποτός S.Tr. 703
; ; ;πίονα μαζὸν αἰγός Call.Jov.48
;π. καὶ μαλακῷ.. διανήματι Pl.Plt. 309b
.II metaph., of soil, rich, ἀγρός, δῆμος, etc., Il.23.832, 16.437, etc.; πίονα ἔργα rich crops, 12.283;τέμενος Pi.P.4.56
.2 of persons and places, wealthy, abounding, οἶκος, νηός, Od.9.35, Il.2.549;ἄδυτον 5.512
;πίονας πλούτου πνοάς A.Ag. 820
; πίονι μέτρῳ in plenteous measure, Theoc.7.33, etc.; abundant, κλαυθμὸς π. LXX Ge.46.29 ; ἐν καταφορᾷ πίονι in a state of deep lethargy, Herod.Med. in Rh.Mus.58.79 (sed πλείονι ib.72) ; τὸ πῖον, v. λιπαρός 1.2.III [comp] Comp. πῑότερος, as if from πῖος (q. v.), h.Ap.48, Arist.HA 596a18, Thphr.CP2.4.5 : [comp] Sup.,πιότατον πεδίον Il. 9.577
, cf. Hes.Op. 585, Hp.Carn.4, Arist.HA 600a31. Adv.,πιοτέρως διαιτᾶν Hp.Aph.1.10
. (Cf. Skt. p[imacracute]van-, fem. p[imacracute]varī 'fat', 'rich'.) -
5 πῖος
См. также в других словарях:
πιότερος — και πλιότερος, η, ο, Ν περισσότερος. επίρρ... πιότερο Ν (συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)] … Dictionary of Greek
πιότερος — η, ο περισσότερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιότερος — πῑότερος , πῖος masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλιότερος — η, ο, Ν βλ. πιότερος … Dictionary of Greek