-
1 πιμελης
-
2 εκκειμαι
1) лежать снаружи, быть обнаженнымμηροὴ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς Soph. — бедра (жертвенного животного) выступили наружу из окружавшего их жира
2) быть (публично) выставленным(ἐξέκειτο πολὺν χρόνον ἥ φάσις Dem.)
3) быть положенным, принятымἐκκείσθω τις γραμμέ ἥ ΑΒ Arst. — пусть будет дана (прямая) линия ΑΒ;
ὅ σκοπὸς ἔκκειται καλῶς Arst. — цель поставлена правильно4) ( о ребенке) быть подкинутым(ὅ ἐκκείμενος παῖς Her.)
5) быть изложенным6) быть подверженным(ταῖς νόσοις Luc.)
См. также в других словарях:
πιμελῆς — πῑμελῆς , πιμελή soft fat fem gen sg (attic epic ionic) πῑμελῆς , πιμελής fat masc/fem acc pl (attic epic doric) πῑμελῆς , πιμελής fat masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελής — πῑμελής , πιμελής fat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελής — ές, Α [πιμελή] λιπώδης, παχύς … Dictionary of Greek
πιμελῆ — πῑμελῆ , πιμελής fat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελεστέρα — πῑμελεστέρᾱ , πιμελής fat fem nom/voc/acc comp dual πῑμελεστέρᾱ , πιμελής fat fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελεῖς — πῑμελεῖς , πιμελής fat masc/fem acc pl πῑμελεῖς , πιμελής fat masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελές — πῑμελές , πιμελής fat masc/fem voc sg πῑμελές , πιμελής fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
дидрага — ДИДРАГ|А (1*), Ы с. Жир, сало: Всѩ дади(м) ѹды б҃у. иже на земли всѩ оч(с)тимъ. не остави(м) ни повраза ˫атренаго ни истесъ с дидрагою. ни кое˫а же части телесны˫а. ни оного ни сего. (μετὰ τῆς πιμελῆς) ГБ XIV, 44б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταπιμελής — καταπιμελής, ές (Α) πολύ παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιμελής «παχύς»] … Dictionary of Greek
καταρρυής — καταρρυής, ές (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας 2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πιμελεστέρου — πῑμελεστέρου , πιμελής fat masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)