Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πῐτύ-στεπτος

См. также в других словарях:

  • ιερόστεπτος — ἱερόστεπτος, ον (Α) αυτός που έχει πλεχτεί για ιερή χρήση («ἱεροστέπτοισι [αλλά και δ. γρφ. ἐριοστέπτοισι] κλάδοισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στεπτος (< στεπτός < στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • ιόστεπτος — ἰόστεπτος, ον (Α) στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • χαριτόστεπτος — ον, Μ (για γυναίκα) χαριτοστόλιστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + στεπτός (< στέφω), πρβλ. ἐριό στεπτος, πιτύ στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • πιτύστεπτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»