-
1 πιτυστεπτος
-
2 πιτύστεπτος
πιτύστεπτοςpine-crowned: masc /fem nom sg -
3 πιτύστεπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιτύστεπτος
-
4 πιτύστεπτος
-
5 πιτυστέπτοιο
πιτύστεπτοςpine-crowned: masc /fem /neut gen sg (epic)
См. также в других словарях:
πιτύστεπτος — pine crowned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύστεπτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] … Dictionary of Greek
πιτυστέπτοιο — πιτύστεπτος pine crowned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)