Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πιτύστεπτος

См. также в других словарях:

  • πιτύστεπτος — pine crowned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύστεπτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • πιτυστέπτοιο — πιτύστεπτος pine crowned masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»