-
1 πιέσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιέσιμος
-
2 πίεσις
-
3 πίεσμα
1 pulpy mass left after pressing, pomace,μυροβαλάνου Gal.10.911
, Gp.20.28: pl., of cakes of olive-pulp, PSI9.1030.11 (ii A. D., in form πιάσματα).2 juice pressed out, Dsc.1.78. -
4 πιεσμός
πῐεσ-μός, ὁ,A = πίεσις, Hp.Nat.Puer.21 (v.l. for ἐκπ-), Eust.1181.63 : metaph., in pl., constraint, pressure of circumstances, Epicur.Nat.28.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεσμός
-
5 πιεστέος
II πιεστέον one must squeeze, press,τὴν κεφαλήν Orib.Fr.48
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεστέος
-
6 πιεστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεστήρ
-
7 πιεστήριος
II πιεστήριον, τό, press, Dsc.4.75; [dialect] Dor. πιαστήριον Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεστήριος
-
8 πιεστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεστός
-
9 πίεστρον
πῐεσ-τρον, τό,A = πιεστήριον, Hp.Mul.1.70, Gal.19.104, 130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίεστρον
См. также в других словарях:
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek
ξέστρο — το (Α ξέστρον) εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων… … Dictionary of Greek
πειστήριος — α, ο / πειστήριος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα τού κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη αρχ.… … Dictionary of Greek
πλάστρον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ πλάστρα (κατά τον Ησύχ.) α) ενώτια, σκουλαρίκια β) αγάλματα, είδωλα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. κρέμασ τρον, πίεσ τρον)] … Dictionary of Greek
σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… … Dictionary of Greek
συνδαύλιστρο — και συνταύλιστρο, το, Ν συνδαυλιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω + επίθημα τρο (πρβλ. πίεσ τρο)] … Dictionary of Greek
τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τελεστήριο — Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της … Dictionary of Greek
χρηστήριος — ία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς 3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός 4. (το ουδ … Dictionary of Greek
ωστικός — ή, ό / ὠστικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που συντελεί στην ώθηση, που έχει την δύναμη να ωθεί (α. «ωστικό κύμα» β. «ὠστικὴ... ἡ τοῡ πνεύματος φύσις», Αριστοτ.). επίρρ... ὠστικῶς Α με ωστική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ + κατάλ.… … Dictionary of Greek