Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πῐεσ-ις

См. также в других словарях:

  • ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… …   Dictionary of Greek

  • ξέστρο — το (Α ξέστρον) εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων… …   Dictionary of Greek

  • πειστήριος — α, ο / πειστήριος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα τού κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • πλάστρον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ πλάστρα (κατά τον Ησύχ.) α) ενώτια, σκουλαρίκια β) αγάλματα, είδωλα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. κρέμασ τρον, πίεσ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… …   Dictionary of Greek

  • συνδαύλιστρο — και συνταύλιστρο, το, Ν συνδαυλιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω + επίθημα τρο (πρβλ. πίεσ τρο)] …   Dictionary of Greek

  • τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τελεστήριο — Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της …   Dictionary of Greek

  • χρηστήριος — ία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς 3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός 4. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • ωστικός — ή, ό / ὠστικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που συντελεί στην ώθηση, που έχει την δύναμη να ωθεί (α. «ωστικό κύμα» β. «ὠστικὴ... ἡ τοῡ πνεύματος φύσις», Αριστοτ.). επίρρ... ὠστικῶς Α με ωστική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»