-
21 πᾶν
πᾶς, πᾶσα, πᾶν, pl. gen. fem. πᾶσέων, πᾶσάων, dat. πάντεσσι: sing., every ( one), Il. 16.265, Od. 13.313; pl., all, ἐννέα πάντες, nine ‘in all,’ Il. 7.161, Od. 8.258; whole, entire, Il. 2.809, Od. 17.549; all sorts, all kinds, in pl., Il. 1.5, etc.—Neut. pl. as adv., πάντα, in all respects, in the Iliad mostly in comparisons, but in the Odyssey only so in Od. 24.446; all over, Od. 16.21, Od. 17.480.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πᾶν
-
22 παν-
(παγ\\, παμ-) первая часть сложных слов, означ.1) охватывающий всех, распространяющийся на всех, на всё: πανελλήνιος, πανσοβιετικός; 2) высшую степень чего-л.: πανάρχαιος, πανευδαίμων -
23 πάν(ν)α
η1) кусок полотна (используемый в домашнем хозяйстве); 2) пелёнка; 3) катаракта; 4) перен. слепота -
24 πάν(ν)α
η1) кусок полотна (используемый в домашнем хозяйстве); 2) пелёнка; 3) катаракта; 4) перен. слепота -
25 πάν
πᾶςpapa: neut nom /voc /acc sg -
26 παν
[пан] ουσ. о. главное, сущность, вселенная, мир.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παν
-
27 παν
[пан] ουσ ο главное, сущность, вселенная, мир. -
28 παν-ολέθριος
παν-ολέθριος und παν-όλεθρος, Sp., schlechtere Form für πανωλέϑριος und πανώλεϑρος, s. Lob. zu Phryn. 705.
-
29 παν-ώλεθρος
παν-ώλεθρος, ganz verderbt, ganz zu Grunde gerichtet; μή μοι πόλιν γε πρυμνόϑεν πανώλεϑρον ἐκϑαμνίσητε, Aesch. Spt. 70, vgl. 916 Ag. 521 Ch. 922; πανωλέϑρους τὸ πᾶν ἡμᾶς τ' ὀλέσϑαι, Soph. El. 997; καί σφας κακοὺς κάκιστα καὶ πανωλέϑρους ξυναρπάσειαν, so daß ihr ganz und gar untergeht, Ai. 826; u. in moralischer Beziehung, verrucht, τοῖς πανωλέϑροις 'Ατρείδαις, Phil. 322; vgl. Eur. El. 86 u. Ar. Lys. 1039; πανώλεϑρος (v. l. πανωλέϑρως) ἐξαπόλλυται, Her. 6, 37; Sp., wie Pol. 15, 20, 8 vrbdt τοὺς μὲν ἄρδην ἀναστάτους ἐποίησε καὶ πανωλέϑρους. – Akt., ganz, sehr verderblich, ἐμβολαί, ϑεός, Aesch. Pers. 554 Suppl. 409, u. einzeln bei Sp., wie Lycophr. 165; so μὴ πανώλεϑρον κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐςβάλωσι, Her. 6, 85.
-
30 παν-σπερμηδόν
παν-σπερμηδόν, mit allerlei Saamen, Nic. bei Ath. IX, 372 f.
-
31 παν-σπερμία
παν-σπερμία, ἡ, Mischung von allerlei Saamen unter einander; Democrit. bei Arist. de anim. 1, 2; Plat. Tim. 73 c; Arist. de gen. an. 4, 5; Luc. Hermot. 61.
-
32 παν-στρατεί
παν-στρατεί od. πανστρατί, Sp., = Folgdm, z. B. Opp. Hal. 1, 462.
-
33 παν-στρατιᾷ
παν-στρατιᾷ, ion. πανστρατιῇ, mit dem ganzen Heere, mit ganzer Heeresmacht; Her. 1, 62. 7, 203; Thuc. 2, 31 u. Folgde; auch der gen. kommt vor, πανστρατιᾶς γενομένης, 4, 94, aber nicht der nom.
-
34 παν-συρεί
-
35 παν-συδεί
-
36 παν-συδίῃ
παν-συδίῃ od. πασσυδίῃ, Ersteres zog Aristarch. vor, die VLL. erkl. μετὰ πάσης ὁρμῆς, E. M. auch παμπληϑεί, mit aller Macht, allem Eifer (σεύομαι, ἐσσυμένως); ϑωρῆξαι ἐκέλευε καρηκομόωντας Ἀχαιοὺς πανσυδίῃ, Il. 2, 12. 29. 66; 11, 708; u. oft bei sp. D., wie An. Rh. 1, 323. 2, 759, öfter; Callim. Del. 159; die attische Form πανσυδίᾳ Eur. Troad. 792; in Prosa seltener, Xen. Hell. 4, 4, 9 Ages. 2, 19, als v. l. für das Vorige. Der accus. πανσυδίην od. πασσυδίην, E. M. 650 E., steht Arat. 714, aber Ap. Rh. 2, 159 behält Wellauer πανσυδίῃ gegen Brunck's Conj. bei.
-
37 παν-σχήμων
παν-σχήμων, ον, = Vorigem, Theol. arithm. p. 8.
-
38 παν-σκαφεία
παν-σκαφεία, ἡ, ein ganz rajolter Boden, Geop.
-
39 παν-σεμνο-στομέω
παν-σεμνο-στομέω, ganz ernst reden, Tzetz.
-
40 παν-σεληνιακός
παν-σεληνιακός, ή, όν, zum Vollmond gehörig, Procl.
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek