Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παν-όλεθρος

  • 1 παν-ολέθριος

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > παν-ολέθριος

  • 2 πανώλεθρος

    A utterly destroyed,

    π. ἐξαπόλλυται Hdt.6.37

    (v.l. -θρως, found also Apollod.3.16.2);

    πανωλέθρους τὸ πᾶν.. ὀλέσθαι S.El. 1009

    ; π. πεσεῖν, γενέσθαι, A.Ch. 934, Eu. 552 (lyr.);

    πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίσαι Id.Th.71

    ;

    γένος π. ἀναστρέψαι Ar.Av. 1239

    ;

    π. ξυναρπάσαι τινά S.Aj. 839

    , etc.
    2 in moral sense, utterly abandoned,

    τοῖς π. Ἀτρείδαις Id.Ph. 322

    ;

    ἡ π. μήτηρ E.El.86

    ;

    οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ' ἄνευ πανωλέθρων Ar.Lys. 1039

    .
    II [voice] Act., all-destructive, ruinous,

    π. κακόν Hdt.6.85

    ;

    ἐμβολαί A.Pers. 562

    (lyr.);

    θεός Id.Supp. 414

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανώλεθρος

  • 3 Ruin

    subs.
    Destruction: P. and V. ὄλεθρος, ὁ, φθορά, ἡ, διαφθορά, ἡ, V. ποφθορά, ἡ.
    Overthrow: P. and V. νάστασις, ἡ, κατασκαφή, ἡ, P. καθαίρεσις, ἡ, V. ναστροφή, ἡ.
    Loss: P. and V. ζημία, ἡ, βλαβή, ἡ, βλβος, τό.
    That which ruins: P. and V. ὄλεθρος, ὁ, κακόν, τό, V. πῆμα, τό, τη, ἡ, σνος, τό.
    Ruins, fallen buildings: P. οἰκίαι καταπεπτωκυῖαι.
    Wreckage ( of ships): P. and V. ναυγια, τά, V. γαί, αἱ; ( of other things besides): V. ἐρείπια, τά, ναυγια, τά.
    Ruins of, all that is left of: P. and V. λείψανον, or pl. (gen.).
    Lay in ruins, v.: P. and V. ἐξανιστναι, κατασκάπτειν.
    Fall in ruins: Ar. and P. καταρρεῖν, P. περικαταρρεῖν; see Fall.
    A doom of utter ruin: V. πάμφθαρτος μόρος (Æsch., Choe. 296).
    You unhappy city are involved in this ruin: V. σύ τʼ ὦ τάλαινα συγκατασκάπτει πόλις (Eur., Phoen. 884).
    ( I seemed to see) all the house dashed in ruins to the ground from top to bottom: V. πᾶν ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν (Eur., I.T. 48).
    ——————
    v. trans.
    Destroy: P. and V. φθείρειν, διαφθείρειν, καταφθείρειν (Plat. but rare P.), πολλύναι, διολλύναι, ἐξολλύναι, ποφθείρειν (Thuc. but rare P.), V. ὀλλύναι, ἐξαπολλναι, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, Ar. and P. ἐπιτρβειν; see Destroy.
    Mar, spoil: P. and V. διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.), Ar. and V. διαλυμαίνεσθαι.
    Injure: P. and V. βλάπτειν, κακοῦν, διαφθείρειν; see Injure, Corrupt.
    Corrupt: P. and V. διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.); see Corrupt.
    Be ruined: P. and V. πολωλέναι (2nd perf. ἀπολλύναι), ἐξολωλέναι (2nd perf. ἐξολλύναι) (Plat.), σφάλλεσθαι, V. ὀλωλέναι (2nd perf. ὀλλύναι), διαπεπορθῆσθαι (perf. pass. διαπορθεῖν), ἔρρειν (rare P.); see Undone.
    Be brought to ruin: V. τᾶσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ruin

  • 4 ψυχή

    ψῡχ-ή, ,
    A life,

    λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296

    , etc.;

    ψ. τεκαὶ αἰών 16.453

    , cf. Od.9.523;

    θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334

    , Od.21.154;

    λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325

    ; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;

    αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322

    ; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so

    ἀντὶ ψ. S.OC 1326

    : but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;

    περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245

    ;

    περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37

    ;

    τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115

    , cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;

    περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4

    , cf. Th. 8.50;

    ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492

    , cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;

    τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375

    (lyr.);

    ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19

    ; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;

    τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36

    ;

    τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37

    . In early poets:

    ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52

    ;

    ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23

    ;

    ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14

    ;

    θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46

    ;

    ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730

    ;

    ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68

    ;

    ψυχὰς βαλον Id.O.8.39

    ;

    χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138

    ;

    τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El. 786

    ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;

    τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712

    (anap.);

    ψ. ἀφήσω E.Or. 1171

    ;

    ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214

    ;

    ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24

    ; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134;

    ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6

    , cf. Th.1.136, etc.;

    τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88

    ;

    τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15

    . 8, cf. Ev.Luc.12.20;

    ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10

    , cf. Ev.Matt. 2.20;

    τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11

    , etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;

    ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109

    , cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;

    τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4

    , cf. 12;

    πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.

    Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [

    ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30

    ; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.
    2 metaph. of things dear as life,

    χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686

    ;

    πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419

    ;

    τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35

    ; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;

    ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195

    ;

    ψ. μου Mart.10.68

    .
    II in Hom., departed spirit, ghost (

    ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.

    Hist.Fr. 102(a)J.);

    ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65

    : freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;

    ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104

    , cf. 72, Od.24.14;

    ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100

    ; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;

    ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330

    ;

    ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518

    ; sts. hardly dist. from signf. 1,

    ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505

    ; in swoons it leaves the body,

    τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696

    ; so in later writers (seldom in Trag.),

    σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21

    ; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;

    αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98

    ;

    πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630

    (anap.);

    ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676

    , cf. Fr. 912.9 (anap.);

    τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b

    ; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;

    δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.

    ap. Plu.2.236d.
    III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,

    ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133

    , cf. Pl.Men. 81b;

    εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123

    ;

    ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a

    , cf. Phd. 70c, al.;

    ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d

    ;

    ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14

    , cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.

    σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5

    , cf. An.3.2.20;

    ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a

    ;

    εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b

    ;

    κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22

    ;

    οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19

    ;

    ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14

    , cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);

    ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32

    f.1;

    ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e

    .
    IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39

    ;

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)

    ;

    ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16

    ;

    θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37

    ; opp. material blessings,

    κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32

    ;

    μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b

    , cf. 29e: hence regarded in abstraction,

    τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a

    ;

    ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c

    ;

    οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17

    , cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,

    ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227

    ;

    ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319

    (anap.);

    τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173

    (anap.);

    ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c

    ; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;

    ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559

    , cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;

    πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15

    , cf. Ex.12.4, al.; [

    κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20

    . In apostrophe,

    μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61

    ;

    ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712

    (lyr.);

    ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8

    ; in referring to persons,

    ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b

    (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;

    πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6

    ,11;

    πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1

    , etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).
    2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;

    διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14

    , ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;

    ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457

    ;

    καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393

    ;

    κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40

    ;

    τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29

    ;

    ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33

    , cf. Oec.21.3.
    3 of the emotional self,

    ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505

    , cf. 527 (lyr.);

    πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14

    ;

    τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12

    ; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,

    ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841

    (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;

    λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b

    ;

    τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4

    .
    4 of the moral and intellectual self,

    ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70

    ;

    ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176

    ;

    ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499

    ;

    ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101

    ;

    ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014

    ;

    ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15

    , cf. Pl.R. 353e;

    ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7

    , cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;

    τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d

    ;

    τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4

    , Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;

    τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53

    ;

    νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a

    , cf. Phdr. 247c, al.;

    ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El. 903

    ;

    ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171

    . Phrases:—

    ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43

    ; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;

    βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35

    ;

    ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10

    ; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.
    5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;

    θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12

    ; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.
    6 of inanimate things,

    πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138

    , cf. 7.14;

    ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23

    ;

    οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38

    ; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.
    V Philosophical uses:
    1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)

    τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11

    ; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;

    ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.

    ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;

    τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.

    Apoll.4;

    τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a

    , cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.
    2 the spirit of the universe,

    ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b

    , cf. 30b;

    τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3

    ; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;

    ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186

    ; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;

    ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2

    ;

    τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32

    ; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.
    3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,

    ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d

    , cf. Def. 411c; [

    ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a

    ; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,

    σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c

    , cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. as

    οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20

    ; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division of

    ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.

    ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.

    ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11

    , cf. PA 641b4;

    ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22

    , al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,

    τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150

    , cf. M.Ant.6.14;

    ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.

    ;

    τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.

    ; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,

    τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7

    ; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,

    πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2

    , cf. 4.7.5;

    φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4

    ; animal and vegetable bodies possess

    οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18

    ;

    πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20

    .
    VI butterfly or moth, Arist.HA 551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c.
    2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
    VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';

    τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696

    means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';

    ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467

    means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχή

  • 5 και

         καί
        conj. (иногда adv.)
        

    (in crasi: χὠ = κ. ὅ; χἠ = κ. ἥ; χοἰ = κ. οἱ; κἀγαθός = κ. ἀγαθός; κἄλλος = κ. ἄλλος; κἀγώ = κ. ἐγώ; κάμοῦ = κ. ἐμοῦ; κἐκ = κ. ἐκ; κἄστιν = κ. ἔστιν и т.д.)

        1) и

    (κ. κατὰ γῆν κ. κατὰ θάλατταν, θαυμάσιος τὸ κάλλος κ. τὸ μέγεθος Xen.)

    ; ( при каждом члене обособляющего перечисления - обычно начиная со второго)
        

    αἱ ἔλαφοι κ. δορκάδες κ. οἱ ἄγριοι οἶες κ. οἱ ὄνοι οἱ ἄγριοι Xen. — олени, газели, дикие овцы и дикие ослы;

        ( для усиления связи - — с предшеств. τε):
        ἥ τοῦ χρυσοῦ τε κ. ἀργύρου ἀπληστία Plat. — ненасытная жажда золота и серебра;
        ἀεί τε κ. τότε Plat. — как всегда, так и в этот момент (теперь)

        2) и в частности, и притом, и в том числе, между прочим и
        

    (θεοὴ ἅπαντες κ. Ποσειδῶν Aesch.)

        ἄλλα τε εἶπε κ. περὴ τούτου Plat. (Сократ) говорил о разных вещах, между прочим и о нем

        3) а именно
        

    δῶμα Διὸς κ. μακρὸς Ὄλυμπος Hom. — обиталище Зевса, то есть высокий Олимп

        4) ( после ὅμοιος, ἴσος, αὐτός) что и, как и
        

    ὁμοίως κ. πρίν Thuc. — так же, как и прежде;

        ἴσα κ. ἱκέται Thuc. — совсем как просители;
        ἴσα κ. τὸ μηδέν Soph. — все равно что ничто;
        ὅ αὐτὸς ὑμῖν στόλος ἐστὴ κ. ἡμῖν Xen. — нам предстоит тот же поход, что и нам

        5) ( после ἄλλος, ἕτερος, αὐτός, ταὐτός, ἐναντίος) в сравнении с, чем
        

    πᾶν τοὐναντίον ἔχει νῦν τε κ. τότε Plat. — все обстоит теперь иначе, чем тогда;

        οὐ τέν αὐτέν τυγχάνω γνώμην ἔχων ἔν τε τῷ παρόντι κ. περὴ τὰς ἀρχὰς τοῦ λόγου Dem. — у меня теперь не то мнение, какое (было) в начале речи;
        οὐ ταὐτὰ σύ τ΄ ἐμοῦ κατηγορεῖς κ. ἐγὼ σοῦ Plat. — ты обвиняешь меня не в том, в чем я тебя

        6) также и, так же как, равным образом
        

    ὥσπερ κ. ἐν πολέμῳ Xen. — так же, как на войне;

        οὕτω κ. τῶν κινδύνων μετέχειν Xen. — участвовать также и в опасностях;
        οὗτός ἐστιν, εἴπερ τις κ. ἄλλος, ὅ τευξόμενος τοῦ ὄντος Plat.если кто-л. вообще может постичь бытие, то (именно) он;
        ἐπίσταται δ΄ εἴ τις κ. ἄλλος Xen. — он умеет это (делать) не хуже, чем кто-л.

        7) хотя (бы), по крайней мере
        8) однако, и в то же время, но, а, все же
        

    (ἀηδές τι κ. ὠφέλιμον Plat.)

        ἄλλῳ κ. οὐχ αὐτῷ Plat. — для другого, а не для себя;
        ἵνα κ. εἰδῶ ὅ τι λέγεις Plat. — чтобы мне все же знать, что ты говоришь

        9) κ.κ. как …так
        

    ἐγένετο κ. Ἕλληνι κ. βαρβάρῳ Xen. — можно было как греку, так и негреку

        10) κ.κ. хотя …но, и все же
        

    σὺ κ. δέδορκας, κοὐ (= κ. οὐ) βλέπεις, ἵν΄ εἶ κακοῦ Soph. — ты хотя и зрячий, но не видишь как ты несчастен;

        ( между πολύς или ὀλίγος и другим — прилагат. перевода не требует):
        πολλαὴ κ. μεγάλαι πόλεις Xen. — много больших городов;
        πολλὰ κ. ἀμήχανα Xen.много затруднений

        11) и вот, тогда
        

    κ. ὅ Σωκράτης ἔφη Plat. — тогда Сократ, сказал

        12) intens. при imper. (соотв. русск. же, -ка)
        

    κ. μοι δὸς τέν χεῖρα Hom. — дай-ка мне руку;

        κ. μοι ἀπόκριναι Plat. — ответь же мне;
        κ. μοι ἀνάγνωθι τὸν νόμον Lys.а ну зачитай-ка мне закон

        13) (усилит. при вопросе) и, (да) разве, неужели
        

    κ. μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω ; Hom. — неужели ты рассердишься на меня за то, что я скажу?;

        κ. ταῦτα δρᾶν νοεῖς ; Soph. — и ты это думаешь сделать?;
        ποῖον ἄνορα κ. λέγεις ; Soph.о каком это человеке ты говоришь?

        14) и притом, и к тому же
        

    (παρῆσάν τινες κ. πολλοί γε Plat.)

        ἐχθροὴ κ. ἔχθιστοι Thuc. — враги и, притом, враги смертельные

        15) а пожалуй, и даже
        

    ὀλίγου τινὸς ἄξιόν ἐστι κ. οὐδενός Plat. (это) вещь небольшой ценности, а пожалуй, и никакой;

        ἄνδρες κ. μάλα λυγροί Hom. — даже самые жалкие люди;
        κ. λίην ἐοικὼς ὄλεθρος Hom. — вполне даже заслуженная гибель (Эгиста);
        κ. πάνυ Plat. — даже очень, совершенно

        16) (усилит. при superl.)
        

    κ. μάλιστα Xen. — в высшей (даже) степени;

        κ. μωρότατον Xen.крайне безрассудно

        17) κ. τοῦτο или κ. ταῦτα несмотря на, хотя
        

    κ. ταῦτα σοφὸς ὤν Plat.как (ты) ли мудр

        18) а затем, попеременно
        

    (οἱ συγγενεῖς μῆνές με μικρὸν κ. μέγαν διώρισαν Soph.)

        19) или
        

    (εἷς κ. δύο Hom.; δύο κ. τρία βήματα Xen.)

        ὁμοίως κ. παραπλησίως Dem.одинаково или сходно

        20) (в знач. подчинительного союза), ἠώς τε δέ διέφαινε κ. ἐγένοντο ἐπὴ τῷ οὔρεϊ Her. когда занялась заря, (персы) оказались на горе; κ. ἥκομεν κ. ἡμῖν ἐξελθὼν ὅ θυρωρὸς εἶπε Plat. когда мы пришли, привратник, выйдя, сказал нам
        (1) κ. ἄν даже (и); κ. γάρ (усилит. κ. γάρ ῥα, κ. γὰρ δή или κ. γὰρ κ.) ибо ведь, да ведь
        

    κ. γὰρ νῦν ὁμολογῶ Plat. — да ведь я теперь согласен;

        κ. γὰρ οἱ ἰατροὴ καίουσι κ. τέμνουσι ἐπ΄ ἀγαθῷ Xen.ведь с благой же целью врачи жгут и режут

        (2) κ. γὰρ οὖν поэтому-то, именно поэтому
        

    κ. γὰρ οὖν ἐπίστεον αὐτῷ αἱ πόλεις Xen.поэтому-то города доверяли ему (Киру)

        (3) κ. …γέ и притом, и даже или право же
        

    κ. καλῶς γε λέγεις Plat. — говоришь ты, право же, хорошо;

        κ. πολλοί γε Plat. (были), и даже многие

        (4) κ. …δέ, κ. …δέ τε, κ. δέ νυ но (все) так же, все еще
        

    κ. δ΄ αὖ τοι πολεμήϊα ἔργα μέμηλεν ; Hom. — так все еще ратные дела у тебя на уме?;

        λόγχαι, τοξεύματα κ. πλεῖστοι δ΄ ἐκ χερῶν λίθοι Xen. — дротики, стрелы, но еще больше бросаемых вручную камней

        (5) κ. δή а (и) вот (даже), и вот уже, и вот допустим, предположим
        

    κ. δή μοι γέρας αὐτὸς ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς Hom. — а ты вот угрожаешь отнять у меня награду;

        κ. δέ ἀποβαίνομεν εἰς τέν χώραν Xen. — и вот мы, допустим, высаживаемся на землю;
        κ. δέ κ. — ну а также, а в том числе:
        ἄλλα τε χωρία κ. δέ κ. Λῆμνος Her. — разные страны, а среди них и Лемнос

        (6) κ. εἰ ( in crasi κεἰ) и κ. εἴ κε даже если (бы)
        

    (с ind., conjct. или opt.)

        κ. εἰ μάλα καρτερός ἐστιν Hom.будь он даже чрезвычайно силен

        (7) κ. μέν, κ. μὲν δή и κ. μὲν δή. …γε и кроме того, к тому же еще
        

    κ. μὲν δέ κ. ἀνδρεῖόν γε ἀνάγκη ; Plat. — но ведь необходимо же, чтобы (честный и справедливый человек) был, кроме того, еще и мужественным?

        (8) κ. …μέντοι и все же
        

    κ. οὐδὲν μέντοι οὐδὲ τοῦτον παθεῖν ἔφασαν Xen. — и все же, говорят, даже он не пострадал

        (9) κ. μήν поистине, (но) право же, конечно, но кроме того, но также; κ. μέν τἀληθῆ σοι ἐρῶ Plat. я скажу тебе всю правду; κ. μέν πολλάκις θαυμάσας Σωκράτη Plat. я, по правде говоря, часто удивлялся Сократу; κ. μέν Τάνταλον εἰσεῖδον Soph. видел я также и Тантала
        (10) κ. νύ κε(ν) и κ. νύ κε δή и конечно …бы
        

    κ. νύ κεν ἄσπετον ἤρατο κῦδος Hom.и уж конечно великую бы славу стяжал (Менелай)

        (11) κ. ῥα и вот
        

    κώκυσεν Εὐρύκλεια κ. ῥ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα Hom. — заплакала Эвриклея и вот, рыдая, промолвила

        (12) κ. τε и даже, и при этом
        (13) κ. περ = καίπερ (см. περ)
        (14) κ. τοι = καίτοι (см. τοι)

    Древнегреческо-русский словарь > και

  • 6 φανερός

    φᾰνερός, ά, όν, but ός, όν, E.Ba. 991 (lyr.): ([etym.] φαίνω):—
    A visible, manifest, ἡ στήλη ἔχει πάντα φ., i.e. all that is in it can be plainly seen, Hdt.3.24;

    φ. ὄμμασιν ἐμοῖς E.Ba. 501

    ;

    φ. τι δεῖξαι S.Tr. 608

    (v.l.);

    θήσω φανέρ' ἀθρό' Pi.O.13.98

    ;

    φ. ποιῆσαι Pl.Lg. 630b

    , etc.;

    ἐς φ. ὄψιν βαίνειν E.El. 1236

    (anap.);

    τοὔργον παρέσται φ. S.Ph. 1291

    ;

    φ. χαρακτὴρ ἀρετᾶς E.HF 658

    (lyr.);

    φ. πηγαί Th.2.15

    ;

    ἐσβολαὶ ἐς Αἴγυπτον Hdt. 3.5

    ;

    φ. ἔχθραν κτήσασθαι Th.1.42

    ; διαφορὰ φ. ἐγένετο ib. 102; φ. θάνατος, ὄλεθρος, opp. ἀφανής, Antipho 3.3.7, And.1.53;

    φ. ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα Antipho 2.2.6

    ;

    φ. γενόμενος

    if detected,

    Lys.7.12

    :— Constr.: φανερός εἰμι c. part., ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι they are known to have come, Hdt.3.26;

    ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν Id.7.18

    ;

    ὁ μέν ἐστι φ. ἐκβὰς ἐκ τοῦ πλοίου καὶ οὐκ εἰσβὰς πάλιν Antipho 5.23

    : folld. by Conj.,

    φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν X.Cyr.2.2.12

    ;

    φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Id.Mem.1.1.17

    : impers., φανερόν [ἐστιν] ὅτι .. ib.3.9.2; εἰ φανερὸν γίγνοιτο ὅτι .. Pl.Phd. 70d.
    2 shining, illustrious,

    προεδρίη Xenoph.2.7

    ;

    ὁδός Pi.O.6.73

    ; conspicuous, remarkable,

    φ. μηδὲν κατεργάζεσθαι Th.1.17

    .
    3 φ. οὐσία real property, opp. personalty ([etym.] ἀφανής), Lys.32.4, Fr.79, D.50.8.
    b property in possession (opp. in action), And.1.118, Is.6.30, D.38.7.
    c in hand, in cash, μηδὲν φανερὸν κεκτῆσθαι to have no cash in hand, Din.1.70;

    λαβὼν ἀργύριον φ. καὶ ὁμολογούμενον D.56.1

    ;

    πόρος φ. Id.14.24

    ;

    φ. οὐσία Id.27.57

    ;

    φ. χρήματα Lys.12.83

    ;

    φ. ποιεῖν D.28.4

    ; φανερόν τι a certain sum of money, Sch.Ar.Pl. 330, Sch.Aeschin.1.102.
    4 of votes, φ. ψήφῳ by open vote, opp. κρύβδην (ballot), D.43.82, cf. Arist.Ath.68.2;

    ψῆφον φ. διενεγκεῖν Th.4.74

    ;

    τὴν ψῆφον φ. φέρειν Pl.Lg. 767d

    ; φ. ἡ ψῆφος τιθεμένη ib. 855d.
    5 Adv. - ρῶς openly, manifestly,

    βουλόμενος φ. Hdt.9.71

    ;

    στείχειν A.Pr. 1090

    (anap.);

    οἴχεσθαι S.El. 833

    (lyr.);

    ἀκοῦσαι Ar.Nu. 291

    (anap.);

    ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Th.1.87

    ; φ. ἐρᾶν, opp. λάθρᾳ, Pl.Smp. 182d;

    τὸ φ. ἐξεῖναι Isoc.2.3

    : [comp] Comp.,

    φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91

    ;

    - τέρως Arist.PA 657a2

    : but,
    b τὸ φ. freq. with Preps. in advb. sense,

    ἐκ τοῦ φ.

    openly,

    Hdt.5.96

    , 8.126; πολέμιος οὐκ ὢν ἐκ τοῦ φ. not openly declared, Th.4.79;

    ἐκ τοῦ φ. τὴν μάχην ποιεῖσθαι X.HG6.5.16

    ;

    ἐκ τοῦ φ. ἀποφεύγειν Id.Mem.3.11.8

    ;

    ἀπὸ τοῦ φ. D.H.4.4

    ; also

    ἐν τῷ φ. σαυτὸν παρεῖχες X.Cyr.7.5.55

    ;

    ἀκοῦσαι ἐν τῷ φ. Id.An.1.3.21

    ;

    βουλεύεσθαι D.18.235

    (rarely

    ἐν φ. X.Ages.5.7

    );

    ἐς τὸ φ. ἀποδῦναι Th.1.6

    ; αἱ ἐς τὸ φ. λεγόμεναι αἰτίαι, Id.1.23; τὸν σῖτον φέρειν ἐς τὸ φ. into public, Id.3.27, cf. Pl.Grg. 480c, etc.;

    εἰπεῖν κατὰ τὸ φ. Ar.Th. 525

    (lyr.); ἐπὶ φανεροῖς ξυνελθεῖν on public, acknowledged terms, Th.1.69.
    II of persons, manifest, conspicuous,

    εἰ [Διόνυσος καὶ Πὰν] φ. ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι Hdt.2.146

    ;

    φανερὰ.. ἦλθε κόρα S.OT 507

    (lyr.);

    Κύπρις.. φανερὰ τῶνδ ἐφάνη πράκτωρ Id.Tr. 861

    (lyr.);

    πάντων -ώτατος Βρασίδας ἐγένετο Th.4.11

    , cf. X.Cyr.7.5.58;

    οἱ -ώτεροι

    persons of distinction,

    Philostr.VA2.20

    .
    2 open, frank, opp. ἐπίβουλος, Arist.EN 1149b15.
    III = τις, φ. χρέα certain debts, Mitteis Chr.71.3 (v A. D.), cf. PMasp.167.10, 194.5 (vi A. D.), etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανερός

См. также в других словарях:

  • κακώλεθρος — κακώλεθρος, ον (Α) πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος, παν ώλεθρος] …   Dictionary of Greek

  • κυθνώλης — κυθνώλης, ῶλες (Α) παροιμ. φρ. «κυθνώλης συμφορά» πλήρης όλεθρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύθνος + ώλης (< ὄλλυμι) το ω λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. εξ ώλης, παν ώλης)] …   Dictionary of Greek

  • λιολεθρία — λιολεθρίᾳ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παντελεῑ ὀλέθρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίαν + ὄλεθρος, αντί τού αναμενόμενου λιωλεθρίᾳ (πρβλ. παν ωλεθρία)] …   Dictionary of Greek

  • πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • ρινώλεθρος — ον, Α (για δυσοσμία) ολέθριος για τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ρινός + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. παν ώλεθρος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»