Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πᾰχῠλῶς

См. также в других словарях:

  • παχυλῶς — παχυλός thickish adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυλός — (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια …   Dictionary of Greek

  • bhenĝh-, bhn̥ĝh- (adj. bhn̥ĝhu-s) —     bhenĝh , bhn̥ĝh (adj. bhn̥ĝhu s)     English meaning: thick, fat     Deutsche Übersetzung: “dick, dicht, feist”     Material: O.Ind. bahu “dense, rich, much, a lot of” “compounds Sup. baṁhīyas , baṁhišṭha (= Gk. παχύς); bahulá “thick,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»