-
1 παλιν-άγρετος
παλιν-άγρετος, zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
-
2 παλινάγρετος
A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν ir revocable, Il.1.526;π. ἀάτη Hes.Sc.93
;νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28
; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn.D.3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινάγρετος
-
3 παλινάγρετος
παλιν-άγρετος ( ἀγρέω= αἱρέω): to be taken back, revocable, Il. 1.526†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παλινάγρετος
-
4 παλινάγρετος
παλιν-άγρετος, zurückgenommen, zurückzunehmen; ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort. Übh. veränderlich, von einem Menschen -
5 παλιναγρετος
См. также в других словарях:
παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… … Dictionary of Greek
πανάγρετος — πανάγρετος, ον (Α) αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλιν άγρετος] … Dictionary of Greek
πεδάγρετος — ον, Α (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνελήφθη κατά τη φυγή του μετά από καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + άγρετος (< ἀγρῶ «πιάνω, συλλαμβάνω»), πρβλ. παλιν άγρετος] … Dictionary of Greek