Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πᾰλῐν-άγρετος

См. также в других словарях:

  • παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… …   Dictionary of Greek

  • πανάγρετος — πανάγρετος, ον (Α) αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλιν άγρετος] …   Dictionary of Greek

  • πεδάγρετος — ον, Α (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνελήφθη κατά τη φυγή του μετά από καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + άγρετος (< ἀγρῶ «πιάνω, συλλαμβάνω»), πρβλ. παλιν άγρετος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»