-
1 παλίωξις
A pursuit in turn, when fugitives rally and turn on their pursuers, π. δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ metri gr.] Il.12.71;ἄν τοι ἔπειτα π. παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι 15.69
, cf. 601; opp. προΐωξις, Hes.Sc. 154: in late Prose, App.Mith.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίωξις
-
2 παλίωξις
παλίωξις (ἴωξις, διώκω): pursuit back again, rally. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παλίωξις
-
3 παλίωξις
παλί̱ωξις, παλίωξιςpursuit in turn: fem nom sg -
4 παλιώξει
παλῑώξει, παλίωξιςpursuit in turn: fem nom /voc /acc dual (attic epic)παλῑώξεϊ, παλίωξιςpursuit in turn: fem dat sg (epic)παλῑώξει, παλίωξιςpursuit in turn: fem dat sg (attic ionic) -
5 παλιώξεως
παλῑώξεω̆ς, παλίωξιςpursuit in turn: fem gen sg (attic) -
6 παλίωξιν
παλί̱ωξιν, παλίωξιςpursuit in turn: fem acc sg -
7 παλινδίωξις
A = παλίωξις, App.Pun.46, D.C.74.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινδίωξις
-
8 προΐωξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προΐωξις
-
9 ὀπισθοδίωξις
A = παλίωξις, Jo.Diac.ad Hes Sc.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπισθοδίωξις
См. также в других словарях:
παλίωξις — παλίωξις, ἡ (Α) η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»] … Dictionary of Greek
παλίωξις — παλί̱ωξις , παλίωξις pursuit in turn fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιώξει — παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem nom/voc/acc dual (attic epic) παλῑώξεϊ , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (epic) παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίωξις — ἴωξις, ἡ (Α) ιωκή*, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίωξις, με εσφαλμένο χωρισμό τών συστατικών τής λέξης] … Dictionary of Greek
οπισθοδίωξις — ὀπισθοδίωξις, ἡ (Μ) η παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + δίωξις (< διώκω)] … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλινδίωξις — παλινδίωξις, ἡ (Α) παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δίωξις] … Dictionary of Greek
παλιώξεως — παλῑώξεω̆ς , παλίωξις pursuit in turn fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίωξιν — παλί̱ωξιν , παλίωξις pursuit in turn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)