Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πύμᾰτος

См. также в других словарях:

  • πύματος — hindmost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύματος — άτη, ον, Α 1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ. β. «οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.) 2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ …   Dictionary of Greek

  • πύματον — πύματος hindmost masc acc sg πύματος hindmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάταις — πύματος hindmost fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτη — πύματος hindmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτην — πύματος hindmost fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτης — πύματος hindmost fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτοιο — πύματος hindmost masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτοις — πύματος hindmost masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτοισι — πύματος hindmost masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτοισιν — πύματος hindmost masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»