Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πύκασμα

См. также в других словарях:

  • πύκασμα — άσματος, τὸ, Α [πυκάζω] οτιδήποτε είναι πυκνό ή καλυμμένο …   Dictionary of Greek

  • πυκάσμασι — πύκασμα that which is close neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκάσματα — πύκασμα that which is close neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήκασμα — τὸ, Μ πιθ. εσφ. ανάγν. τού πύκασμα («πηκάσματα φάλαρα ἱππων», Ιππιατρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»