-
1 Πυθω
-
2 πυθω
(ῡ) (fut. πύσω с ῡ, aor. ἔπῡσα - эп. πῦσα) подвергать тлению, гноить(τι HH., Hom.)
; pass. гнить, тлеть(ὀστέα ἀνδρῶν πυθομένων Hom.)
-
3 καταπυθω
(ῡ) подвергать гниениюτέν κατέπυσ΄ ἱερὸν μένος ἠελίοιο, ἐξ οὗ νῦν Πυθὼ κικλήσκεται HH. — это (чудовище) сгноила священная сила солнца, отчего оно и именуется ныне Питоном;
pass. — гнить:ξύλον τὸ μὲν οὐ κατεπύθεται ὄμβρῳ Hom. — дерево, которое не гниет от дождя -
4 πυθεσθαι
I.II. -
5 πυθευ
-
6 Δελφοι
αἱ Дельфы (город в Фокиде, у подножия Парнасса, с оракулом Аполлона - у Hom. Πυθώ - HH., Pind., Her., Thuc. etc.) -
7 ιαλλω
(ῐ, но в формах с приращением - ῑ)1) посылать, пускать(ὀϊοτὸν ἀπὸ νευρῆφιν Hom.)
2) отправлять(θεοπρόπους ἔς τε Πυθὼ κἀπὴ Δωδώνης Aesch.; ἄγγελον Anth.)
ἰ. χεῖρας ἐπὴ σίτῳ Hom. — протянуть руки к хлебу, к пище3) ввергать (во что-л)τινὰ ἀτιμίῃσιν ἰ. Hom. — относиться к кому-л. с презрением
4) (нис)посылать, даровать(ἐλεύθερον ἦμάρ τινι Anth.)
5) налагать(δεσμὸν περὴ χερσί Hom.)
6) испускать, издавать(ὑλακήν τινι Anth.)
7) (sc. ἑαυτόν) устремляться, налетать(Ἅρπυιαι ἴαλλον Hes.)
-
8 Πυθαευς
-
9 Πυθιας
I(βοά Soph.; νίκη Plat.)
II- άδος ἥ1) (sc. ἱέρεια) Aesch., Plut. = ἥ Πυθία2) (sc. ἑορτή) Pind. = τὰ Πύθια3) пифиада ( четырехлетний промежуток между двумя смежными Пифийскими играми) Plut. -
10 Πυθιος
-
11 Πυθωδε
-
12 Πυθωθεν
-
13 Πυθων
I.- ῶνος ἥ(Hom., HH., Pind., Soph., Arph. = Πυθώ)
πνεῦμα Πυθῶνος (v. l. к Πύθωνος) NT. — дух Дельфийского прорицалища, т.е. дар прорицанияII.1) баснословный змей, убитый Аполлоном там, где впоследствии был воздвигнут храм Аполлона Дельфийского Plut.2) чревовещатель Plut.3) полководец Александра Македонского Plut.
См. также в других словарях:
πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… … Dictionary of Greek
Πυθῶ — Πῡθῶ , Πυθώ rotting fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πῡθῶ , Πυθώ rotting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… … Dictionary of Greek
Πυθώ — Πῡθώ , Πυθώ rotting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύθω — Πύθης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύθω — πυνθάνομαι learn aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῦσε — πύθω cause to rot aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθοί — Α επίρρ. 1. στην Πυθώ ή στους Δελφούς 2. προς την Πυθώ ή προς τους Δελφούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. Ἰσθμ οῖ)] … Dictionary of Greek
πύθεσθε — πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot pres imperat pass 2nd pl πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot pres ind pass 2nd pl πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot imperf ind pass 2nd pl (homeric ionic) πυνθάνομαι learn aor imperat mid 2nd pl πυνθάνομαι learn aor ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύσει — πύ̱σει , πύθω cause to rot aor subj act 3rd sg (epic) πύ̱σει , πύθω cause to rot fut ind mid 2nd sg πύ̱σει , πύθω cause to rot fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύσω — πύ̱σω , πύθω cause to rot aor subj act 1st sg πύ̱σω , πύθω cause to rot aor ind mid 2nd sg (epic ionic) πύ̱σω , πύθω cause to rot fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)