Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πύθω

См. также в других словарях:

  • πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… …   Dictionary of Greek

  • Πυθῶ — Πῡθῶ , Πυθώ rotting fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πῡθῶ , Πυθώ rotting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… …   Dictionary of Greek

  • Πυθώ — Πῡθώ , Πυθώ rotting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύθω — Πύθης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύθω — πυνθάνομαι learn aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῦσε — πύθω cause to rot aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθοί — Α επίρρ. 1. στην Πυθώ ή στους Δελφούς 2. προς την Πυθώ ή προς τους Δελφούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. Ἰσθμ οῖ)] …   Dictionary of Greek

  • πύθεσθε — πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot pres imperat pass 2nd pl πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot pres ind pass 2nd pl πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot imperf ind pass 2nd pl (homeric ionic) πυνθάνομαι learn aor imperat mid 2nd pl πυνθάνομαι learn aor ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσει — πύ̱σει , πύθω cause to rot aor subj act 3rd sg (epic) πύ̱σει , πύθω cause to rot fut ind mid 2nd sg πύ̱σει , πύθω cause to rot fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσω — πύ̱σω , πύθω cause to rot aor subj act 1st sg πύ̱σω , πύθω cause to rot aor ind mid 2nd sg (epic ionic) πύ̱σω , πύθω cause to rot fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»