-
1 πύελος
πυέλοςfem nom sg -
2 πύελος
πύελος: feedingtrough, Od. 19.553†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πύελος
-
3 πύελος
Grammatical information: f.Meaning: `water-trough' (with soaked corn?, τ 553; where grain is washed), `bathtub' (Hp., com., pap.), `coffin' (hell.; cf. Schulze Q. 515 a. Kl. Schr. 380 n.1).Other forms: hell. u. late πύαλος.Derivatives: πυέλ-ιον n. `coffin' (Crete, Diogenian.), - ίς (- αλίς), - ίδος f. `id.'; also `setting of a jewel, eye-socket etc.' (Att., hell.); - ώδης `trough-like, hollow' (Arist.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Dissimilated from *πλυ-ελος? Nomen instr. or loci to πλύνω ( πλυ-τός, πλύ-σις a.o.). -- Interpretation by Masing, to be rejected; s. Kretschmer Glotta 6, 308. Cf. Renehan, Class. Rev. N.S. 18 (1968) 133. -- The etymol. from πλύω is almost certainly wrong; it is almost certainly a Pre-Greek word (though the variation - ελος\/- αλος (late) is not very significant.Page in Frisk: 2,620Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πύελος
-
4 πύελος
2 bathing-tub, Hp. Acut.65, Ar.Eq. 1060, Pax 843, Th. 562, Crates Com.15.5, Eup.256, PEnteux.83 (iii B.C.).4 sarcophagus, Thphr.Lap.6, Arr.An.6.29.9, CIG3785, al. ([place name] Nicomedia), 4164 ([place name] Sinope); πύαλος, ib.2050 ([place name] Philippopolis), 3777 ([place name] Nicomedia), IGRom.1.624 ([place name] Tomi), Supp.Epigr.4.106 (Rome, ii A.D.).5 = πυελίς 1.1, Poll.7.179.7 a surgical instrument, Hermes 38.283. [[pron. full] ῡ Od. l.c., perh. metri gr., [pron. full] ῠ [dialect] Att.] -
5 πύελος
pelvisΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πύελος
-
6 πυέλω
-
7 πυέλοις
πυέλοςfem dat pl -
8 πυέλου
πυέλοςfem gen sg -
9 πυέλους
πυέλοςfem acc pl -
10 πυέλων
πυέλοςfem gen pl -
11 πύελοι
πυέλοςfem nom /voc pl -
12 πύελον
πυέλοςfem acc sg -
13 πυέλωι
πυέλῳ, πυέλοςfem dat sg -
14 πυέλιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυέλιον
-
15 πυρία
A vapour-bath, made by throwing odorous substances on hot embers confined under a cloth, Hdt.4.75;πυρίαις χρῆσθαι ἐκ λίθων διαπύρων Str.3.3.6
;τὰ σώματα ταῖς π. εὖ διατίθησι Plu.2.658d
; πυρίαν ἐφεῦρεν [Μήδεια] Palaeph.43: metaph.,γίνονται οἷον πυρίαι ἐν τῷ αἵματι Arist.PA 651a1
.2 generally of all forms of external application of heat, ξηραὶ π. Hp.Acut.21; ὑγραί, ξηραί, Gal.15.519, cf. Hp.Aph.5.28, 6.31; of cauteries,πυρίῃσι καυτήρων Aret.CD1.2
.4 = εἰσώστη, CIG3108,3113 ([place name] Teos); tomb-chamber, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.108, al., Supp.Epigr.4.548.4 ([place name] Ephesus), 594.11 ([place name] Colophon). -
16 τοῖχος
τοῖχος, ὁ,A wall of a house or enclosure, abs., Od.2.342, Ar.V. 130, etc.; ἅπαντ' ἐρευνῶν τ. dub. in E.Hec. 1174;τ. δώματος Il.16.212
;μεγάροιο 18.374
, cf. Od.19.37; τ. καὶ θριγκοί (of the αὐλή) 17.267, cf. Hes.Op. 732;τὸν τῆς αὐλῆς τ. PEnteux.12.3
(iii B. C.); wall of a temple, IG12.372.51, al.; ;ἐν τοῖσι τ. ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί Ar.Ach. 144
, cf. Pl.Lg. 859a;εἰς τὸν τ. ἀντεγγραψάτω IG12.94.24
; νόμους ἀναγράφειν εἰς τοῖχον Decr. ap. And.1.84; κοινοὶ τ. party- walls, OGI483.101, al. (Pergam., ii A. D.);τοίχῳ προσιστάμενοι γυμνάζονται Gal.6.144
: of the side of a tent or hut, Il.9.219, 24.598, E. Ion 1158.b metaph., τοῖχε κεκονιαμένε, as a term of abuse, Act.Ap.23.3.2 pl., sides of a ship, Od.12.420, Thgn.674, E.Hel. 1573, Th.7.36, Theoc.22.12;τοίχου ἄρχω τοῦ δεξιοῦ Luc.DMeretr.14.3
, cf. JTr.49.3 of other things, as the human body, εἰς ἀμφοτέρους τοίχους (by metaph. from a ship) E.Tr. 118 (anap.), cf. Luc. Asin.9; of a cup, Pherecr.143.2; of a vessel, Arist.Mete. 359a3; of a bath ([etym.] πύελος), Gal.15.709.4 prov., τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν 'to run with the hare and hunt with the hounds', Paus.6.3.15, cf. Suid. s.v. δύο τοίχους; ὁ εὖ πράττων τ. 'the snug side of the ship', 'the right side of the hedge', Ar.Ra. 537 (lyr.);ἐς το'ν εὐτυχῆ τ. χωρεῖν E.Fr.89
. (Akin to τεῖχος, but used in a special sense; later = τεῖχος, LXX Is.25.12, prob. so in JHS24.39 ([place name] Cyzicus).) -
17 χοάνη
A funnel, δίκην δὲ χοάνης (fort. ἀκοῇ δὲ χοάνην)ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18
, cf. Ph.1.245;κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Pherecr.108.31
;καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Pl.R. 411a
; as a name of the throat, Alex.Aphr.Pr.2.3; as nickname of a great drinker, Ath.10.436e.2 Medic., funnelshaped hollow in the brain, also called ληνός, πύελος, Herophil. ap. Theophil.Corp.Fabr.4.5.5. -
18 ἀμφικαθίζομαι
A v.l. -έζ-), take a sitz-bath, Hp.Mul.1.13.II causal, cause to be seated upon a πυελός, ib.2.134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφικαθίζομαι
-
19 ἀρασύνη
ἀρασύνη· πύελος, Hsch. [full] ἀρασχάδες· τὰ περυσινὰ κλήματα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρασύνη
-
20 ἐμβατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβατός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πύελος — πυέλος fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύελος — η, ΝΑ, και πύαλος Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα 2. κολυμπήθρα για βάπτιση νεοελλ. 1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν… … Dictionary of Greek
πύελος — η 1. η λεκάνη του ανθρώπινου σώματος. 2. η κοιλότητα του νεφρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυέλω — πυέλος fem nom/voc/acc dual πυέλος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλοις — πυέλος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλου — πυέλος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλους — πυέλος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλων — πυέλος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλῳ — πυέλος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύελοι — πυέλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύελον — πυέλος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)