-
1 πότ
πότ, abgekürztes ποτί, dor. = πρός, wie es scheint, nur vor dem Artikel gebraucht, πὸτ τῶ, πὸτ τόν, πὸτ τήν, πὸτ τώς, πὸτ τό, πὸτ τά u. ä., Ar. Ach. 732. 751. 783, Theocr. 15, 70; πὸτ τάδε, in lacedämonischen Staatsschriften, Thuc. 5, 77. 79; oft wird es mit dem Artikel in einem Worte geschrieben, ποττῶ, ποττάν u. ä., vgl. Koen Greg. Cor. 233 u. Buttm. auss. gr. Gramm. II p. 297.
-
2 ποτ
-
3 πότ
-
4 ποτ΄
-
5 ποτ'
ποτᾰ, ποτέaeolic (enclitic indeclform particle)ποτε, ποτέenclitic indeclform (particle)ποτά̱, ποτήflight: fem nom /voc /acc dualποτά̱, ποτήflight: fem nom /voc sg (doric aeolic)ποταί, ποτήflight: fem nom /voc plποτά, ποτόνdrunk: neut nom /voc /acc plποτά, ποτόςdrunk: neut nom /voc /acc plποτά̱, ποτόςdrunk: fem nom /voc /acc dualποτά̱, ποτόςdrunk: fem nom /voc sg (doric aeolic)ποτέ, ποτόςdrunk: masc voc sgποταί, ποτόςdrunk: fem nom /voc plποτί, πρόςon the side of: epic doric (indeclform prep) -
6 πότ'
πότε, πότεwhen? at what time?indeclform (interrog)πότα, πότηςdrinker: masc voc sgπότα, πότηςdrinker: masc nom sg (epic)πότι, πότηςdrinker: fem voc sgπόται, πότηςdrinker: masc nom /voc plπότᾱͅ, πότηςdrinker: masc dat sg (doric aeolic)πότι, πότιςone who drinks hot drinks: fem voc sgπότε, πότοςdrinking-bout: masc voc sgποτᾰ, ποτέaeolic (enclitic indeclform particle)ποτε, ποτέenclitic indeclform (particle) -
7 πότ-αγε
-
8 ποτ-όδδω
-
9 ποτ-αγωγίς
ποτ-αγωγίς, ίδος, ἡ, Arist. pol. 5, 9, 3, wo Schneider ποταγωγίδης vorzieht, = προςαγωγίς, προςαγωγίδης.
-
10 ποτ-αείδω
-
11 ποτ-αμέλγω
ποτ-αμέλγω, dor. statt προςαμέλγω, Theocr. 1, 26.
-
12 ποτ-αίνιος
ποτ-αίνιος (ποτὶ αἶνος, vgl. πρόσφατος, nach den VLL., wie Phot., dorisch), frisch, neu; στέφανος, Pind. Ol. 11, 60; οὐδέ μοι ποταίνιον πῆμ' οὐδὲν ἥξει, Aesch. Prom. 102; neu, unvermuthet, u. wie recens, neu, frisch, π οταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι, Ch. 1051; Eum. 272; Soph. Ant. 824; sp. D.
-
13 ποτ-έρχομαι
ποτ-έρχομαι, dor. statt προςέρχομαι.
-
14 ποτ-έχω
-
15 ποτ-ῆμεν
-
16 ποτ-ᾱῷος
-
17 δη-ποτ-οῦν
δη-ποτ-οῦν, = δή ποτε οὖν, z. B. ὅσα δ., wieviel immer auch, Euclid.; ὅντινα δή ποτ' οὗν τρόπον steht Dem. 40, 8.
-
18 ποτιοστρίς
A = ποτίστρα 1, Tz.H.4.890 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτιοστρίς
-
19 πότισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πότισμα
-
20 ποτισμός
ποτ-ισμός, ὁ, = foreg., Call.2 irrigation, PCair.Zen.268.36 (iii B.C.), PAmh.2.91.11 (pl., ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτισμός
См. также в других словарях:
Ποτ, νόσος του- — O εντοπισμός φυματίωσης στη σπονδυλική στήλη. Η νόσος, που αναγνωρίστηκε πρώτα από τον Άγγλο χειρουργό Πέρσιβαλ Ποτ (1713 – 1788), προσβάλλει συχνότερα την παιδική ηλικία και καταστρέφει έναν ή περισσότερους γειτονικούς σπονδύλους, των οποίων η… … Dictionary of Greek
ποτ — (I) Ν άκλ. (στα χαρτοπαίγνια πόκερ και μάους) το ποσό τών χρημάτων που ποντάρει κάθε παίκτης προτού μοιραστούν τα χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pot «δοχείο»]. (II) το, Ν άκλ. μονάδα όγκου διαφόρων χωρών, με διαφορετική ισοδυναμία σε λίτρα στην κάθε … Dictionary of Greek
ποτ' — ποτᾰ , ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc/acc dual ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc sg (doric aeolic) ποταί , ποτή flight fem nom/voc pl ποτά , ποτόν drunk neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότ' — πότε , πότε when? at what time? indeclform (interrog) πότα , πότης drinker masc voc sg πότα , πότης drinker masc nom sg (epic) πότι , πότης drinker fem voc sg πόται , πότης drinker masc nom/voc pl πότᾱͅ , πότης drinker masc dat sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτ-πουρί — το, Ν 1. μουσ. α) σειρά από μελωδίες παρμένες από όπερες ή οπερέτες συνδεδεμένες μεταξύ τους κατά τρόπο αυθαίρετο β) σειρά από κουπλέ ή ρεφραίν παρμένα από διαφορετικά τραγούδια 2. μτφ. συνονθύλευμα, σύνολο από ποικιλόμορφα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἂν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ. — ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἂν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ. См. До поры до времени … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
-ισμένος — η, ο παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τού παθ. παρακμ. μένος (πρβλ. λυ μένος, πλυ μένος) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. πότ ισ α: ποτ ισ μένος, τά ϊσ α: τα ϊσ μένος). Χρησιμοποιήθηκε αναλογικά και στη μτχ. τού παθ. παρακμ. και άλλων ρ … Dictionary of Greek
ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… … Dictionary of Greek