Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πόρνοψ

См. также в других словарях:

  • Pornopivs — PORNOPIVS, i, Gr. Πορνόπιος, ου, ein Beynamen des Apollo, welcher so viel, als Parnopius ist, weil insgemein πάρνοψ, äolisch aber πόρνοψ, ein Käfer heißt. Paus. Att. c. 24. p. 44. & Sylburg. ad l. c. Sieh Parnopius …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Πορνόπιος — ὁ, Α ονομασία μήνα στην Κύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την λ. πάρνοψ / πόρνοψ «είδος ακρίδας»] …   Dictionary of Greek

  • κόρνοψ — κόρνοψ, οπος, ὁ (Α) είδος ακρίδας, ο πάρνοψ* («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ*] …   Dictionary of Greek

  • πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»