Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόρκος

См. также в других словарях:

  • πόρκος — fish trap masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκος — (I) ὁ, Α είδος αλιευτικού διχτιού («κύρτους δὴ καὶ δίκτυα καὶ βρόχους καὶ πόρκους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος διακρίνεται από τις λ. δίκτυον και κύρτος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το αρμενικό ors «κυνήγι,… …   Dictionary of Greek

  • πόρκοι — πόρκος fish trap masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκον — πόρκος fish trap masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκους — πόρκος fish trap masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκων — πόρκος fish trap masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκῳ — πόρκος fish trap masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκω — πόρκης ring masc gen sg (attic epic ionic) πόρκος fish trap masc nom/voc/acc dual πόρκος fish trap masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • поросенок — род. п. нка, мн. поросята, укр., блр. порося, др. русск. порося, цслав. прасѧ, ѧте, болг. прасе, сербохорв. пра̑се, род. п. пра̏сета, словен. prasè, род. п. praseta, чеш. рrаsе, слвц. рrаsа, польск. prosię, в. луж. рrоsо, рrоsаtkо, н. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πορκεύς — έως, ὁ Α [πόρκος] αυτός που αλιεύει με πόρκο* …   Dictionary of Greek

  • πόρκης — ὁ, Α δακτύλιος με τον οποίο ενώνεται η αιχμή ακοντίου με το κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη κατά τον τύπο τής λ. γύης «κυρτό ξύλο τού αρότρου». Η σύνδεσή της με τη λ. πόρκος παραμένει ανεπιβεβαίωτη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»