Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πίφρημι

См. также в других словарях:

  • πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ …   Dictionary of Greek

  • προσφρέω — Α πορεύομαι προς... [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φρέω, αμάρτυρος τ. ενεστ. που απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. εἰσ φρέω, ἐκ φρέω), βλ. λ. πίφρημι] …   Dictionary of Greek

  • φρέω — Α (μόνον σύνθ. με τις προθέσεις εἰς, ἐκ, διά) άγω, οδηγώ, φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίφρημι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»