-
1 πῆριξ
-
2 πέρδιξ
A partridge, Ar.Av. 767; οἱ ὄρτυγες καὶ οἱ π. X.Mem.2.1.4; σκοπέλων μετανάστρια π. AP7.204 (Agath.): prov., πέρδιξ ὄρουσον 'look sharp', Ar.Fr. 523. -
3 πέρδιξ
πέρδιξ, -ῑ̆κοςGrammatical information: m. f.Meaning: `partridge' (Archil., Epich., S., Ar., X.).Compounds: Some compp., e.g. περδικο-θήρας m. "hunter of partridges", kind of hawk, συρο-πέρδιξ = Σύρος πέρδιξ (Ael.).Derivatives: περδίκ-ιον n. dimin. (Com.), also pl.n. (Thphr., Dsc.; Strömberg Pfl.n. 118), - ιδεύς m. `young partridge' (Eust.), - ειος `of the partridge' (Poll.), - ιάς, - ιάδος f. pl.n. (Gal.), - ίτης m. name of a stone (Alex. Trall.; Redard 59).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With ικ-suffix (cf. βέμβιξ a.o.; Schwyzer 497, Chantraine Form. 382; also Specht Ursprung 204) from πέρδομαι after its droning flying up (Schwentner KZ 65, 118). To be rejected Charpentier KZ 47, 175ff.: as inherited to Skt. pŕ̥dāku- m. `viper, snake' (cf. Mayrhofer s. v.). - Rather a Pre-Greek word (so not from πέρδομαι). S. Taillardat, Images $ 222.Page in Frisk: 2,511Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέρδιξ
См. также в других словарях:
πήριξ — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. πέρδικα … Dictionary of Greek
πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… … Dictionary of Greek
πέρδιξ — και κρητ. τ. πήριξ, ικος, ὁ, ἡ, Α βλ. πέρδικα … Dictionary of Greek
πήραξον — Α (κατά τον Ησύχ.) «αφόδευσον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται από το ρ. πέρδομαι μέσω ενός αμάρτυρου τ. *πέρδαξον (< *περδάζω) με αντικατάσταση τού ερδ με ηρ , που απαντά σε κρητικούς τύπους (πρβλ. πέρδιξ: πῆριξ)] … Dictionary of Greek