Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πήρη

См. также в других словарях:

  • πήρη — πήρα leathern pouch fem nom/voc sg (epic ionic) πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.) νεοελλ. 1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα …   Dictionary of Greek

  • λυπηρή — λῡπηρή , λυπηρός painful fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»