-
1 σπερμοφορος
См. также в других словарях:
σπερμοφόρος — bearing seed. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμοφόρος — ο / σπερμοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και α Ν νεοελλ. σπερματοφόρος αρχ. 1. αυτός που φέρει ή εγκλείει σπέρμα 2. (για φυτό) γεμάτος σπέρματα, γεμάτος σπόρους 3. φρ. «σπερμοφόρον πήρην» σακούλι γεμάτο στάρι (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + φόρος (<… … Dictionary of Greek
σπερμοφόρον — σπερμοφόρος bearing seed. masc/fem acc sg σπερμοφόρος bearing seed. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμοφόρα — σπερμοφόρος bearing seed. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματοφόρος — και σπερμοφόρος, α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. βιολ. αυτός που φέρει ή παράγει σπέρμα 2. το ουδ. ως ουσ. το σπερματοφόρο ζωολ. κέλυφος που περικλείει τα σπερματοζωάρια σε ορισμένα ασπόνδυλα και στους τρίτωνες 3. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek
σπερμοφορώ — έω, Α [σπερμοφόρος] (για φυτό) φέρω σπέρμα, περιέχω σπόρο … Dictionary of Greek