-
21 περι-τόναιος
περι-τόναιος, = περιτόνιος, Sp. Nach Poll. 1, 89 sind περιτόναια τὰ περὶ τὴν πρύμναν προύχοντα ξύλα, vgl. 92.
-
22 περι-φραδής
περι-φραδής, ές, sehr bedachtsam, verständig; H. h. Merc. 464; v. l. Od. 23, 73; sp. D., wie Qu. Sm. 5, 343; – häufiger im adv. περι φραδέως, Il. 1, 466. 7, 318 u. sonst bei ὤπτησαν; auch vom Weinmischen, Antimach. bei Ath. XI, 468 a.
-
23 περι-φεύγω
περι-φεύγω (s. φεύγω), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., ψάμμος ἀριϑμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φϑοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.
-
24 περι-χθών
-
25 περι-ϊάπτω
περι-ϊάπτω, ringsum verletzen, in tmesi Theocr. 2, 81, περὶ ϑυμὸς ἰάφϑ η.
-
26 περι-ϊάχω
περι-ϊάχω, umhertönen; in tmesi, περὶ δ' ἴαχε πέτρη, Od. 9, 395; bei Hes. Th. 678 περίαχε.
-
27 περι-αυθ-ᾱδίζομαι
περι-αυθ-ᾱδίζομαι, sehr eigenwillig od. hartnäckig sein, VLL. erkl. aber μέγα φρονεῖ περὶ ἑαυτοῦ, also wie.
-
28 περι-βόητος
περι-βόητος, 1) rings umher ausgeschrieen, gew. im schlimmen Sinne, wie unser »verschrieen«, »berüchtigt«; πονηρία παρὰ πᾶσι περιβ., Din. 2, 15; Lys. 3, 30 u. Sp., wie D. Sic. 14, 76; doch auch im guten Sinne, berühmt, ἐν τῇ ποιήσει, Her. v. Hom. 24; ὁ στόλος τόλμης ϑάμβει καὶ ὄψεως λαμπ ρότητι περ. ἐγένετο, Thuc. 6, 31; Pol. u. a. Sp. – 2) umschrieen, von Lärm umgeben; Ἄρης, Soph. O. R. 192, Schol. περὶ ὃν ἕκαστος βοᾷ, der andere Schol. faßt es aktiv., περιβοῶν. Bei Plat. Phil. 45 e, ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ περιβοήτους ἀπεργάζεται, macht, daß sie laut aufschreien. – Adv., Dem. 17, 5.
-
29 περι-αύω
-
30 περι-κτείνω
περι-κτείνω (s. κτείνω), rings umher, dabei, daneben tödten, Il. 4, 538. 12, 245, bei Wolf getrennt περὶ κτείνοντο geschrieben.
-
31 περι-κυλίνδω
περι-κυλίνδω, auch περι-κυλινδέω, umwälzen; περικυλίσας, Ar. Pax 7; περικυλινδεῖσϑαι, Plat. Legg. X, 893 e.
-
32 περι-κατα-σφάζω
περι-κατα-σφάζω, auch - σφάττω, darüber-, herumschlachten, περικατέσφαξαν αὐτοὺς περὶ τὸ Σπενδίου σῶμα, Pol. 1, 86, 6.
-
33 περι-κατάλαμψις
περι-κατάλαμψις, ἡ, v. l. für περὶ καταλάμψιας, Tim. Locr. 97 b.
-
34 περι-ειλέω
περι-ειλέω (s. εἰλέω), herumwinden, -binden, περὶ τοὺς πόδας σακκία, Xen. An. 4, 5, 36, v. l. περιδεῖν, Sp.
-
35 περι-καθαρμός
περι-καθαρμός, ὁ, Plat. Legg. VII, 815 c, v. l. für περὶ καϑαρμούς.
-
36 περι-είρω
περι-είρω (s. εἴρω), rings umher einreihen, einfügen, περὶ γομφοὺς πυκνοὺς περιείρουσι τὰ διπήχεα ξύλα, Her. 2, 96.
-
37 περι-δύνω
περι-δύνω, = περιδύομαι, Hom. in tmesi, wie man ϑώρηκα περὶ στήϑεσσιν ἔδυνεν Il. 16, 133 erklärt.
-
38 περι-αγείρω
περι-αγείρω (s. ἀγείρω), herum versammeln, im med. für sich einsammeln (als Sold oder Lohn), stipem colligere; Plat. Rep. X, 621 d, vgl. Tim. lex. 216 u. Suid., wie das simplex. Einige ziehen aus Hom. hieher als Tmesis περὶ δ' ἄλλαι ἀγηγέρατο, Od. 11, 387.
-
39 περι-δίω
περι-δίω (s. δίω), alte ep. Form statt περιδείδω, sehr fürchten; so erklärt man die mehrmals vorkommende homerische Vrbdg περὶ γὰρ δίε, als Tmesis für περιέδιε; es folgt darauf ποιμένι λαῶν, μή τι πάϑῃ, Il. 5, 566, sehr besorgt war er für den Hirten, daß er etwa; νηυσὶν Ἀχαιῶν, 9, 433, absolut, mit folgendem μή, 17, 666 Od. 22, 96.
-
40 περι-νίζω
περι-νίζω (s. νίζω), ringsherum abwaschen, reinigen; Hom. in tmesi, περὶ δ' αἷμα νένιπ ται, Il. 24, 419; Hippocr.
См. также в других словарях:
περί — round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρι — περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek
περί — πρόθ., για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και … Dictionary of Greek
Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… … Dictionary of Greek