-
1 περι-κυλίνδω
περι-κυλίνδω, auch περι-κυλινδέω, umwälzen; περικυλίσας, Ar. Pax 7; περικυλινδεῖσϑαι, Plat. Legg. X, 893 e.
-
2 περικυλίνδω
-
3 κυλινδέω
κυλινδέω, in att. Prosa gew. Form für κυλίνδω, nur im praes. u. impf.; ἐκυλίνδουν οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους Xen. An. 4, 2, 3, sie wälzten Steine herab, wie 7, 4. – Häufiger im pass. od. med., ἐκυλινδούμην, ich wälzte mich im Staube, vor Trauer, Ar. Av. 502 (vgl. κυλίνδω); κυλινδούμενον ἐπὶ γῆς Plat. Tim. 44 d; κατὰ τὰς νάπας κυλινδούμενοι ἐσώϑησαν Xen. An. 5, 2, 32; sich herumtreiben, οἱ ἐν δικαστηρίοις ἐκ νέων κυλινδούμενοι Plat. Theaet. 172 c; τὰ ἀγάλματα ἐν λιϑουργείοις κυλινδεῖται Is. 5, 44; übh. = versari, περὶ τὰ μνήματα Plat. Phaed. 81 c, ἐν πάσῃ ἀμαϑίᾳ ib. 82 c, vgl. Polit. 309 a; Sp., κυλινδούμενος ἐν ἀγορᾷ Plut. Pomp. 46. – Bei Plat. ist mehrmals v. l. καλινδέομαι.
-
4 κυλίω
κυλίω, = κυλίνδω; Comic. bei D. L. 2, 108; κυλίεσϑαι περὶ τὴν ἀγοράν Arist. pol. 6, 4; einzeln auch bei Sp.
См. также в других словарях:
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
περικυλινδομένου — περί κυλίνδω roll pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλίσατε — περικυλί̱σατε , περί κυλίνδω roll aor imperat act 2nd pl περικυλί̱σατε , περί κυλίνδω roll aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλινδώ — έω, Α κυλίω κάτι ολόγυρα, περιστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυλινδῶ «κυλώ»] … Dictionary of Greek
περιεκυλίσατο — περϊεκυλί̱σατο , περί κυλίνδω roll aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκυλίσθη — περϊεκυλί̱σθη , περί κυλίνδω roll aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκύλισεν — περϊεκύλῑσεν , περί κυλίνδω roll aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκυλισμένος — περικεκυλῑσμένος , περί κυλίνδω roll perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλισθῆναι — περικυλῑσθῆναι , περί κυλίνδω roll aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλισθέντες — περικυλῑσθέντες , περί κυλίνδω roll aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλισθήσεται — περικυλῑσθήσεται , περί κυλίνδω roll fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)