Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πέρας

  • 21 довести

    -веду, -ведшь; παρλθ. χρ. -вл, -ла, -ло; μτχ. παρλθ. доведший ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ ως, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον, φέρω ως•

    -йте меня до дому πηγαίνετε με ως το σπίτι•

    2. ανοίγω, διανοίγω, εκτείνω, φέρω•

    довести дорогу до районного центра διανοίγω δρόμο ως το επαρχιακό κέντρο.

    || φέρνω, φτάνω ως•

    довести дело до конца φέρω την υπόθεση σε πέρας.

    3. περιάγω, φέρω σε, οδηγώ, ωθώ,• довести до отчаяния φέρω ως την απελπισία•

    пьянство -ло его до преступления το μεθύσι τον οδήγησε ως το έγκλημα•

    довести вещи до крайности ωθώ τα πράγματα ως τα άκρα•

    довести кого до раскаяния κάνω κάποιον να μετανοήσει•

    довести преступника до сознания κάνω τον εγκληματία να παραδεχτεί το έγκλημα του•

    довести кого до слз κάνω κάποιον να δακρύσει•

    довести кого до бешенства κάνω κάποιον νά λυσσάξει (να εξοργιστεί)•

    довести кого до абсурда ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον.

    4. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μεταδίνω•

    -до сведения публики γνωστοποιώ, φέρω σε γνώση του κοινού.

    5. ψέρω ως, ανεβάζω, αυξαίνω ή ελαττώνω•

    довести до минимума μειώνω στο ελάχιστο•

    довести продукциу до αυξαίνω την παραγωγή ως.

    -ись απρόσ. συμβαίνω, λαχαίνω, τυχαίνω• έρχομαι, ωθούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > довести

  • 22 исход

    α.
    1. παλ. έξοδος•

    исход евреев из Египта η έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο.

    2. τέλος, έκβαση, απόληξη, πέρας•

    роковой -дела μοιραίο τέλος της υπόθεσης•

    исход соревнования το αποτέλεσμα της άμιλλας•

    год подходит к -у ο χρόνος πλησιάζει να βγεί•

    -боя η έκβαση της μάχης•

    на -е дня στο τέλος της μέρας•

    счастливый исход ευτυχής έκβαση•

    в -е στο τέλος, κατά το τέλος•

    на -е στο τέλος•

    дать исход чему δίνω τέλος (τέρμα) σε κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > исход

  • 23 конечность

    θ. (γραπ. λόγος) τέλος, πέρας (αντώνυμο του απείρου).

    Большой русско-греческий словарь > конечность

  • 24 недотянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недотянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω όχι ως το τέλος, όχι γερά•

    недотянуть канат δεν τεντώνω γερά το παλαμάρι.

    2. μτφ. δε φε-ρω σε πέρας, δεν εκπληρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > недотянуть

  • 25 окончание

    ουδ.
    1. αποπεράτωση, αποτε-λείωση, τερματισμός.
    2. τέλος•

    окончание романа в следующем номере το τέλος του μυθιστορήματος στο επόμενο φύλλο του περιοδικού.

    || λήξη• πέρας•

    окончание срока λήξη της προθεσμίας•

    по -ии года στο τέλος του χρόνου•

    по -ии войны τελειώνοντας ο πόλεμος.

    3. (γραμμ.) η κατάληξη•

    корень и окончание ρίζα και κατάληξη.

    Большой русско-греческий словарь > окончание

  • 26 разделка

    θ.
    1. καλοδούλεμα• λεπτή επεξεργασία.
    2. ειδικό χτίσιμο θερμάστρας κατά της πυρκαγιάς.
    3. επιμελημένη εργασία επίπλων• καλαισθησία.
    4. παλ. τέλος, πέρας• λύση οριστική.

    Большой русско-греческий словарь > разделка

  • 27 финал

    α.
    1. τέλος, πέρας, φινάλε•

    пе-чэльный финал θλιβερό τέλος•

    финал симфонии το τέλος της (μουσικής) συμφωνίας.

    2. οι τελικοί αγώνες•

    выйти в финал βγαίνω στους τελικούς αγώνες.

    Большой русско-греческий словарь > финал

  • 28 Accomplishment

    subs.
    P. and V. πρᾶξις, ἡ, V. ἄνη, ἡ (Æsch., Theb. 713).
    End: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό.
    Skill: P. and V. τέχνη, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accomplishment

  • 29 Bound

    adj.
    In chains: Ar. and V. δέσμιος, or use pass. part. of bind.
    ——————
    subs.
    Limit: P. and V. πέρας, τό, ὅρος, ὁ, V. τέρμα, τό.
    End: P. and V. τελευτή, ἡ.
    Due bounds, measure: P. and V. μέτρον, τό; see also Boundary.
    Leap: V. πήδημα, τό, ἅλμα, τό (Plat. also but rare P.), ἐκπήδημα, τό, σκίρτημα, τό.
    Set bounds to, check: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν, ἐπίσχειν.
    Keep within bounds, v. intrans.: P. μετριάζειν.
    Go beyond bounds: P. and V. περβάλλειν, ἐξέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, V. ἐκτρέχειν.
    Within bounds, moderately: P. and V. μετρίως.
    ——————
    v. trans.
    Set bounds to: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν, ἐπίσχειν.
    Fix a limit to: P. and V. ὁρίζειν.
    Border on: P. and V. προσκεῖσθαι (dat.), P. ἔχεσθαι (gen.).
    Form boundary of: P. and V. ὁρίζειν (acc.).
    V. intrans. Leap: P. and V. πηδᾶν (Plat.), ἅλλεσθαι (Plat.), ἐκπηδᾶν (Plat.), σκιρτᾶν (Plat.), V. θρώσκειν, ἐκθρώσκειν.
    I am bound (with infin.), P. and V. ὀφείλω. (Dem. 753), or use P. and V. δεῖ με, χρή με, Ar. and V. χρεών με (rare P.).
    We are all bound to suffer this fate: V. πᾶσιν γὰρ ἡμῖν τοῦτʼ ὀφείλεται παθεῖν (Soph., El. 1173).
    Be bound to, be sure to: P. and V. μέλλειν (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bound

  • 30 Bourn

    subs.
    Limit: P. and V. πέρας, τό, V. τέρμα, τό, τερμών, ὁ.
    End: P. and V. τελευτή, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bourn

  • 31 Cessation

    subs.
    P. and V. παῦλα, ἡ, ναπαυλα, ἡ, διλυσις, ἡ, P. ἀνάπαυσις, ἡ.
    Abatement: P. λώφησις, ἡ.
    Breathing space: P. and V. ναπνοή, ἡ, V. ἀμπνοή, ἡ.
    End: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό.
    Cessation of hostilities: P. πολέμου διάλυσις, ἡ, πολέμου κατάλυσις, ἡ, Ar. πολέμου διαλλαγή, ἡ; see Truce.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cessation

  • 32 Completion

    subs.
    End: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ.
    Finishing off: P. ἀπεργασία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Completion

  • 33 Conclusion

    subs.
    End: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc. but rare P.), V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ; see End.
    Conclusion from premisses: P. συλλογισμός, ὁ.
    Draw a right conclusion: P. συλλογίζεσθαι ὀρθῶς.
    I draw an opposite conclusion: P. τἀναντία γιγνώσκω (Thuc. 3, 44).
    Decision: P. and V. γνώμη, ἡ; see Judgment.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conclusion

  • 34 Culmination

    subs.
    End: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.); see End.
    Culminating point: P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.) (lit., coping-stone); see Height.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Culmination

  • 35 End

    subs.
    Conclusion: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.), V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ.
    met., death: P. and V. θνατος, ὁ, τελεστή, ἡ.
    About the end of the year: P. περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν (Dem. 731).
    End of anything that has been cut: P. and V. τομή, ἡ.
    Extreme point: P. and V. τὸ ἔσχατος or use adj., ἔσχατος, agreeing with substantive; e. g., the end of the line: P. and V. τάξις ἐσχτη.
    Point: Ar. and V. ἀκμή, ἡ; see Point.
    Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχεσις (Thuc. 7, 6).
    They at once closed the great harbour with triremes set end to end: P. ἔκλῃον τὸν λιμένα εὐθὺς τὸν μέγαν... τριήρεσι πλαγίαις (Thuc. 7, 59).
    Aim, object: P. προαίρεσις, ἡ.
    Purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, βούλευμα, τό.
    For personal ends: P. διʼ ἴδια κέρδη.
    Come to an end: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν; see end, v.
    Where the construction of both walls came to an end: P. ᾗπερ τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι ἔληγον (Thuc. 7, 6).
    Come to an end at a place: P. τελευτᾶν ἐπί (acc.) (Thuc. 8, 90).
    This is the action of an unscrupulous trickster who will come to a bad end: P. πονηροῦ ταῦτʼ ἐστι σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου (Dem. 937).
    In the end, at last: P. and V. τέλος; see at last, under Last.
    Put an end to: P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end, v.
    Stand on end: P. ὀρθὸς ἵστασθαι (Plat.), V. ὄρθιος ἑστηκέναι.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. παύειν, περαίνειν, λύειν, Ar. and P. διαλειν, καταλειν, καταπαύειν.
    Conclude: P. τελεοῦν, V. τελειοῦν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν; see Conclude.
    End one's life: P. and V. τελευτᾶν ( with βίον or absol.).
    End ( a speech): P. and V. τελευτᾶν (acc. or gen.).
    Night ended the action: P. νύξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).
    Night having ended the action: P. ἀφελομένης νυκτὸς τὸ ἔργον (Thuc. 4, 134).
    V. intrans. P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν, τελευτᾶν, V. ἐκτελευτᾶν.
    Lapse, expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν.
    Cease: P. and V. παύεσθαι, λήγειν (Plat.); see Cease.
    End in: P. and V. τελευτᾶν εἰς (acc.).
    End off in: P. ἀποτελευτᾶν εἰς (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > End

  • 36 Finality

    subs.
    P. and V. τέλος, τό. πέρας, τό, τελευτή, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Finality

  • 37 Finish

    v. trans.
    P. and V. νύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, διαπεραίνειν, τελεοῦν (V. τελειοῦν), P. ἐπιτελεῖν, ἀποτελεῖν, V. ἐξαντειν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν, ἐκπράσσειν. ἐκπεραίνειν; see also End.
    V. intrans. Come to an end: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν, τελευτᾶν, V. ἐκτελευτᾶν; see also End, Cease.
    Finish off: Ar. and P. περγάζεσθαι; met., see Kill, Destroy.
    Finish up: Ar. and P. περγάζεσθαι.
    When they remained to finish up the work: P. παραμεινάντων ἐκείνων πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων (Thuc. 3, 10).
    ——————
    subs.
    P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).
    Finishing touch: see Finishing.
    Perfecting: P. ἀπεργασία, ἡ.
    Fight to the finish, v. intrans.: P. and V. διαμχεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Finish

  • 38 Finite

    adj.
    P. περατοειδής, πέρας ἔχων.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Finite

  • 39 Fulfilment

    subs.
    P. and V. πρᾶξις, ἡ, V. νη, ἡ (Æsch., Theb. 713).
    End: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fulfilment

  • 40 Goal

    subs.
    Line drawn at the winning-post: Ar. and V. γραμμή, ἡ, V. τέρμα, τό.
    met., end: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ.
    Aim: P. and V. σκοπόν, ὁ.
    Purpose: P. and V. ὅρος, ὁ, P. προαίρεσις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Goal

См. также в других словарях:

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

  • πέρας — πέρᾱς , πέρα beyond fem acc pl πέρᾱς , πέρα beyond fem gen sg (attic doric aeolic) πέρας end neut nom/voc/acc sg πέρᾱς , περάω 1 drive right through pres ind act 2nd sg (attic) πέρᾱς , περάω 1 drive right through imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρας — το άκρη, τέλος, τέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περᾷς — περάω 1 drive right through pres subj act 2nd sg περάω 1 drive right through pres ind act 2nd sg (epic) περάω 2 fut ind act 2nd sg (epic) περάω 2 pres subj act 2nd sg περάω 2 pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρας — Πέρᾱς , Πέρευς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περᾶις — περᾷς , περάω 1 drive right through pres subj act 2nd sg περᾷς , περάω 1 drive right through pres ind act 2nd sg (epic) περᾷς , περάω 2 fut ind act 2nd sg (epic) περᾷς , περάω 2 pres subj act 2nd sg περᾷς , περάω 2 pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περάτεσσιν — πέρας end neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περάτοιν — πέρας end neut gen/dat dual πέρατος masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περάτων — πέρας end neut gen pl πέρατος fem gen pl πέρατος masc/neut gen pl περά̱των , περάω 1 drive right through pres imperat act 3rd pl περά̱των , περάω 1 drive right through pres imperat act 3rd dual περά̱των , περάω 1 drive right through pres imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρασι — πέρας end neut dat pl (epic) πέρᾱσι , πέρασις crossing fem voc sg πέρᾱσι , περάω 1 drive right through pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρασιν — πέρας end neut dat pl (epic) πέρᾱσιν , πέρασις crossing fem acc sg πέρᾱσιν , περάω 1 drive right through pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»