-
1 πατριος
3 и 21) отцовский, отчий(ἄρουρα Pind.; τεύχεα Soph.; χθών Eur.)
2) унаследованный от отцов, наследственный, (пра)дедовский(θεοί Her.; νόμοι Thuc.)
οὐ πάτριον τοῦτ΄ ἐστιν Arph. — нет (у нас) такого обычая - см. тж. πάτρια и πάτριον -
2 πάτριος
πάτριος, α, ον / πατρώος, ά, ον 1. отцовский, отеческий; 2. старинный, (старо)заветный -
3 πάτριος
-
4 πάτριος
[патриос] επ отцовский, дедовский, родной, отечественный. -
5 πατριός
[патриос] ουσ α отчим. -
6 πατρώος
πάτριος, α, ον / πατρώος, ά, ον 1. отцовский, отеческий; 2. старинный, (старо)заветный -
7 πατρια
I.ион. πατριή ἥ1) происхождение по отцовской линии(ἥ π. ἥ Κύρου Her.)
2) племенная ветвь, род Her., NT.II.f к πάτριος См. πατριοςIII.τά заветы отцов, установления (обычаи) предков Arph., Thuc. -
8 θεσμος
дор. τεθμός ὅ, поэт. pl. θεσμά τά1) древнее установление, освященный древностью или священный закон(εἰρήνης θεσμοί HH.; θ. πάτριος Her., Plut.; θεῖος Eur.; ἀρχαῖος Arph.; ἱερός Plut.; οἱ τῶν θεῶν θεσμοί Xen., Arst.)
λέκτροιο θ. Hom. — закон супружества, т.е. брак;2) положение, закон, правило Soph., Plat.θ. πυρός Aesch. — закон о сигнальных огнях
3) напев(ὕμνου Pind.; Κύπριδος Aesch. - v. l. ἑσμός)
4) клад, сокровище Anacr. -
9 ομοπατριος
происходящий от того же отца, единокровный(ἀδελφός Her.; ἀδελφή Isae.)
См. также в других словарях:
πάτριος — of masc nom sg πάτριος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτριος — α, ο / πάτριος, ία, ον και πάτριος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί») 2. αυτός που ανήκει στον πατέρα ή στους πατέρες, στους προγόνους… … Dictionary of Greek
πατριός — και πατρυιός, ο / πατρυιός και πατρυός, ΝΜΑ ο σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο, ο μητριός («πατρυιὸν και μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασιν τὸν πατρῷον ἀρρενωνυμοῡντες τὴν μητρυιάν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός,… … Dictionary of Greek
πάτριος — α, ο προγονικός, πατροπαράδοτος, πατρικός: Πάτριο έδαφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατριός — ο ο θετός πατέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατρίως — πάτριος of adverbial πάτριος of masc acc pl (doric) πάτριος of adverbial πάτριος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτριον — πάτριος of masc acc sg πάτριος of neut nom/voc/acc sg πάτριος of masc/fem acc sg πάτριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίων — πάτριος of fem gen pl πάτριος of masc/neut gen pl πάτριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίοις — πάτριος of masc/neut dat pl πάτριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίοισι — πάτριος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πάτριος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίοισιν — πάτριος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πάτριος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)