Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πάσκω

См. также в других словарях:

  • πάσκω — βλ. πάσχω …   Dictionary of Greek

  • μπερδεμός — ο [μπερδεύω] μπέρδεμα («και πάσκω και ξετρέχω να βγω από τέτοιο μπερδεμό», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • πασχίζω — ΝΜ και πασκίζω, Ν καταθάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχω κάτι, μοχθώ («πασχίζω να τελειώσω μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπάσχισα / ἐπάσκισα, νεώτ. αόρ. τού πάσχω / πάσκω, κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. χάσκω > ἐχάσκισα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»