Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάντροπος

См. также в других словарях:

  • πάντροπος — ον, Α 1. αυτός που κατατροπώθηκε 2. αυτός που αποδέχεται όλους τους τρόπους τής ύπαρξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρόπος (πρβλ. πολύ τροπος)] …   Dictionary of Greek

  • πάντροπον — πάντροπος all routed masc/fem acc sg πάντροπος all routed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντρόπῳ — πάντροπος all routed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»