-
1 παντρόπος
-
2 παν-τρόπος
παν-τρόπος, Alles wendend (?); – πάντροπος, ganz gewendet, τετραμμένου παντρόπῳ φυγᾷ γένους, Aesch. Spt. 936.
-
3 παντο-τρόπος
παντο-τρόπος, = πάντροπος (?).
См. также в других словарях:
πάντροπος — ον, Α 1. αυτός που κατατροπώθηκε 2. αυτός που αποδέχεται όλους τους τρόπους τής ύπαρξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρόπος (πρβλ. πολύ τροπος)] … Dictionary of Greek
πάντροπον — πάντροπος all routed masc/fem acc sg πάντροπος all routed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντρόπῳ — πάντροπος all routed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek