-
1 παντο-
в сложн. словах = πᾶς -
2 παντοβιης
-
3 παντογηρως
-
4 παντοδαης
-
5 παντοδαπος
-
6 παντοδαπως
-
7 παντοθε
-
8 παντοθεν
-
9 παντοκρατωρ
-
10 παντομιμος
-
11 παντομισης
-
12 παντομορφος
-
13 παντοπαθης
-
14 παντοπορος
-
15 παντοπωλιον
-
16 παντορεκτης
-
17 παντοσε
Iadv. по всем направлениям, во все стороны, всюду(παπταίνειν, ἐποίχεσθαι Hom.)
πρεσβεύειν τινὴ π. Xen. — отправляться всюду в качестве посла от кого-л.;ἀσπὴς π. ἐΐση Hom. — отовсюду закругленный, т.е. совершенно круглый щитII(π. θειλοπέδων Anth.)
-
18 παντοσεμνος
-
19 παντοφαγος
-
20 παντοφορος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
панто́граф — а, м. 1. Прибор для снятия копий с чертежей, планов и т. п. в другом, обычно более мелком масштабе. 2. тех. Устройство на крыше электровоза или моторного вагона для снятия тока с контактного провода; токосъемник. [От греч. πα̃ν, παντος всё и… … Малый академический словарь
пантоми́ма — ы, ж. Театральное представление без слов, в котором чувства и мысли действующих лиц выражаются жестами, мимикой. || Жесты, мимика как дополнительное средство общения (обычно при незнании или плохом знании языка). [Переводчик] весьма плохо говорил … Малый академический словарь
пантопо́н — а, м. Лекарственный препарат, содержащий морфий (применяется как болеутоляющее и снотворное средство). [От греч. πα̃ν, παντος всё и ’οπιον опий] … Малый академический словарь
панто- — (гп) παντο См. пан (παν ) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
εφθοπώλης — ἑφθοπώλης, ὁ (Α) αυτός που πουλάει μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω) + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αρτο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
ημεροκράτωρ — ἡμεροκράτωρ ό (Μ) ο άρχοντας τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, πάντο κράτωρ] … Dictionary of Greek
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek
θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
θεματογράφος — ο 1. αυτός που γράφει θέματα 2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο γράφος παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
θεοδύναμος — η, ο (Μ θεοδύναμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει υπερφυσική δύναμη, ο παντοδύναμος μσν. αυτός που αντλεί τη δύναμή του από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. α δύναμος, παντο δύναμος] … Dictionary of Greek