Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παντοδαπῶς

См. также в других словарях:

  • παντοδαπῶς — παντοδαπής adverbial (attic epic doric) παντοδαπός of every kind adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπός — ή, ό / παντοδαπός, ή, όν, ΝΜΑ 1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.) αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ρικνώνω — ῥικνῶ, όω, ΝΜΑ [ῥικνός] 1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω 2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω μσν. αρχ. 1. συστέλλω 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0066 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c մ. παντοδαπῶς omnifariam Ամենայն օրինակաւ. ամենայն իրօք. ամմէն կերպով. ... *Օդն կրական գոլով զօրութեամբ, եւ ամենապէս այլայլական. Արիստ. աշխ.: *Ամենապէս յամենայն իշխանութեան միաբան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»