-
1 παμμηνος
I2[μήν II] длящийся из месяца в месяц, т.е. непрерывный, долгий(αἰών Soph.)
II2[μήνη] полнолунныйπ. σελήνη Plut. — полная луна, полнолуние
См. также в других словарях:
πρωτόμηνος — ὁ, Α αυτός που αναλαμβάνει δημόσια λειτουργία κατά τον πρώτο μήνα τού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μηνος (< μην, μηνός), πρβλ. πάμ μηνος] … Dictionary of Greek