Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πάλληξ

См. также в других словарях:

  • πάλληξ — πάλληξ, ηκος, ὁ (Α) βλ. πάλλαξ …   Dictionary of Greek

  • πάλλαξ — πάλλαξ, ακος, ὁ, ἡ, και πάλληξ, ὁ (Α) 1. νέος λίγο πριν από την εφηβική ηλικία 2. το θηλ. α) νέα γυναίκα β) παλλακίδα 3. (κατά τον Ησύχ.) «πάλληξ βούπαις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το ουσ. παλλακή* με αθέματη μορφή] …   Dictionary of Greek

  • человек — род. п. а; диал. челэ̀к, дмитровск., чилэ̀к, обоянск.; укр. чоловiк муж, супруг , блр. человек, др. русск. человѣкъ, ст. слав. чловѣкъ ἄνθρωπος, болг. чловек, човек, челяк, чиляк, сербохорв. чо̀вjек, чо̏вjек, словен. človẹk, род. п. človẹka,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • SERVITIA — apud Spartian. in Adriano, c. 13. Deinde a Cappadocibus Servitia castris profutura suscepit: non sunt Castrenses ministri, qui in aula militabant, sed servi militares. Et quidem prioribus temporibus et stante adhuc disciplinâ, rari in Castris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πάλλικες — Οι νέοι που υπηρετούσαν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες στο Βυζάντιο. Αργότερα οι π. λέγονται παίδες. Όλοι οι μισθωτοί αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν, με έξοδά τους, στην υπηρεσία τους έναν π. Οι απορότεροι στρατιώτες …   Dictionary of Greek

  • παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… …   Dictionary of Greek

  • perpeli — PERPELÍ vb. IV. v. pârpăli. Trimis de oprocopiuc, 12.03.2004. Sursa: DEX 98  PERPELÍ vb. 1. v. foi. 2. v. zvârcoli. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  perpelí (a se agita) vb …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»