-
1 παγχορτος
-
2 πάγχορτος
πάγ-χορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγχορτος
-
3 πάγχορτος
πάγ-χορτος, mit allem möglichen Futter, nahrungsreich -
4 παγχόρτοισιν
πάγχορτοςall-satiating: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
5 πάν-χορτος
πάν-χορτος, schlechtere Schreibung für πάγχορτος.
См. также в других словарях:
πάγχορτος — πάγχορτος, ον (Α) αυτός που περιέχει καθετί που απαιτείται για χορτασμό, για κορεσμό («σίτοισι παγχόρτοισιν ἐξενίζομεν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χόρτος (πρβλ. εύχορτος)] … Dictionary of Greek
παγχόρτοισιν — πάγχορτος all satiating masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek