-
1 πάγ-χορτος
πάγ-χορτος, mit allem möglichen Futter, nahrungsreich, σίτοισι, Soph. frg. 579 bei Ath. III, 99 f.
-
2 πάγχορτος
πάγ-χορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγχορτος
-
3 πάγχορτος
πάγ-χορτος, mit allem möglichen Futter, nahrungsreich -
4 παγχορτος
См. также в других словарях:
λινόχορτος — λινόχορτος, ό, και λινόχορτον, τὸ (Α) δέσμη λίνου και χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χορτος (< χόρτος), πρβλ. λεοντό χορτος, πάγ χορτος] … Dictionary of Greek