-
1 πἑντηκοντάπηχυς
πἑντηκοντάπηχυς, εος, funfzig Ellen lang oder breit, Ios.
-
2 πἑντηκοντάπηχυς
πἑντηκοντάπηχυς, εος, u. πεντηκοντα-πηχυαῖος, fünfzig Ellen lang oder breit -
3 πεντηκοντάπηχυς
A fifty cubits high. Callix.2, J.BJ 5.5.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκοντάπηχυς
См. также в других словарях:
πεντηκοντάπηχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει ύψος, μήκος ή πλάτος πενήντα πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] … Dictionary of Greek